Ο πρωθυπουργός της Νίκης ο Ιωάννης Μεταξάς αποτελεί την κορυφαία πολιτική και στρατιωτική προσωπικότητα της Ελλάδας του 20ου αιώνα μαζί με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και είναι ένας από τους κορυφαίους Έλληνες όλων των εποχών.
Η πολιτική και στρατιωτική του ευστροφία σήμερα δεν αμφισβητείται από κανέναν σοβαρό αναλυτή και πλέον και οι αριστεροί παραδέχονται το έργο που προσέφερε στην πατρίδα. Είναι ο ίδιος Ιωάννης Μεταξάς, που ως απλός ταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής εκστρατείας είχε εναντιωθεί με τεκμηριωμένη εισήγηση στην προέλαση των ελληνικών στρατευμάτων στην Ανατολία χωρίς προηγουμένως να εξασφαλισθούν οι γραμμές ανεφοδιασμού. Ο Ιωάννης Μεταξάς δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος. Κάτω από το ταπεινό παρουσιαστικό του, κρυβόταν η ατσάλινη θέλησή του και η πλέον κρυστάλλινη λογική. Ήταν ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, που όμως είχε πάντα το θάρρος της γνώμης του, αδιαφορώντας για το αν θα είναι αρεστός ή όχι.
Γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη. Η οικογένειά του ήταν από τις ιστορικότερες των Επτανήσιων, με τα κυριότερα μέλη της να συμμετάσχουν σε όλους τους εθνικούς αγώνες από τον 12ο αιώνα και μετά. Ο πατέρας του, Παναγής Μεταξάς, ήταν έπαρχος στην Ιθάκη. Το 1879 όμως ο πατέρας του έχασε τη θέση του. Έτσι, η οικογένεια άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και υποχρεώθηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά. Ο νεαρός Μεταξάς αποφάσισε να εισέλθει στη Σχολή Ευελπίδων σε ηλικία 14 μόλις ετών, το 1885. Αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού το 1890, έχοντας αριστεύσει. Έδειχνε τεράστιο ενδιαφέρον για το αντικείμενό του και δεν έχανε ποτέ ευκαιρία να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις.
Το διάστημα 1892-94 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Μηχανικού. Όλοι οι καθηγητές και οι συνάδελφοί του ομολογούσαν ότι ήταν εξαίρετος αξιωματικός. Πολέμησε στον πόλεμο του 1897. Η άριστη κατάρτισή του τον οδήγησε στο επιτελείο του Αρχηγού Στρατού. Το 1899 επιλέχθηκε να φοιτήσει στη Γερμανική Πολεμική Ακαδημία, από την οποία εξήλθε αριστούχος (1903). Το 1904 τοποθετήθηκε πάλι στο Γενικό Επιτελείο, και βοήθησε στον καταρτισμό του νέου οργανισμού Στρατού. Το 1909 τοποθετήθηκε στρατιωτικός σύμβουλος του Ελ. Βενιζέλου.
Στις παραμονές του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου στάλθηκε στη Σόφια για την επίτευξη συμφωνίας με τη Βουλγαρία. Με την έκρηξη του πολέμου ο Μεταξάς, λοχαγός πλέον, τοποθετήθηκε και πάλι στο επιτελείο του αρχιστράτηγου, θεωρούμενος, δικαίως, ως ένας από τους καλύτερα καταρτισμένους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού. Ο ίδιος συνέταξε και το σχέδιο επιχειρήσεων για την κατάληψη του Μπιζανίου. Λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Μεταξάς συνέταξε ένα σχέδιο αιφνιδιαστικής κατάληψης των Δαρδανελίων, εφόσον θεωρούνταν βέβαιο πως οι Τούρκοι θα διενεργούσαν επίθεση κατά της Ελλάδας εντός του 1914. Τους πρόλαβε ο πόλεμος. Το 1915 το σχέδιο τέθηκε υπόψη των δυνάμεων της Αντάντ, αλλά, δυστυχώς γι’ αυτούς, δεν υιοθετήθηκε κατά την εκστρατεία τους στα Δαρδανέλια (1915-16), με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου.
Ο Μεταξάς στήριξε το βασιλιά, με τη λογική ότι οι δυνάμεις της Αντάντ θα έπρεπε πρώτα να δεσμευτούν για εδαφικές παραχωρήσεις στην Ελλάδα, πριν αυτή εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό τους. Η επικράτηση του Βενιζέλου και η έξωση του βασιλιά οδήγησαν τον Μεταξά στην εξορία. Έτσι, γλίτωσε από το εκτελεστικό απόσπασμα, αφού το 1920 οι Βενιζελικοί τον είχαν καταδικάσει ερήμην σε θάνατο. Επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, αλλά δεν αναμείχθηκε στην πολιτική. Αρθρογραφούσε μόνο, στηλιτεύοντας τον τρόπο διεξαγωγής των επιχειρήσεων στη Μ. Ασία.
Ιδιαίτερα σκληρή ήταν η στάση του απέναντι στις επιχειρήσεις προς την Άγκυρα το 1921. Το 1922, τις παραμονές της καταστροφής, του προτάθηκε να αναλάβει την αρχιστρατηγία στη Μ. Ασία, αλλά αρνήθηκε επιμένοντας στην ικανοποίηση στρατιωτικών όρων που δεν έγιναν δεκτοί από τους τότε κυβερνώντες. Το 1923 αναμείχθηκε στο κίνημα Λεοναρδόπουλου και καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο. Είχε, όμως, προλάβει να διαφύγει στο εξωτερικό. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1924 και ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων. Συμμετείχε σε διάφορες βραχύβιες κυβερνήσεις μεταξύ 1926-34 και ανέλαβε κατά καιρούς χαρτοφυλάκιο. Βοήθησε πολύ στην καταστολή του βενιζελικού πραξικοπήματος του 1935 και στήριξε την επιστροφή της μοναρχίας.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1936 του δόθηκε η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο Μεταξάς ζήτησε τότε και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Όταν όμως είδε ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι του δημιουργούσαν προσκόμματα, εισηγήθηκε στον βασιλιά Γεώργιο Β’ την αναστολή των εργασιών του Κοινοβουλίου στις 4 Αυγούστου 1936, εγκαθιδρύοντας δικτατορικό καθεστώς. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 δέχθηκε την επίσκεψη του Ιταλού πρέσβη στο σπίτι του και απέρριψε το τελεσίγραφο του Μουσολίνι. Σε όλο το διάστημα του πολέμου, έως τον μυστηριώδη θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941, εργάστηκε με ζήλο για τη νίκη, εμψυχώνοντας λαό και στρατό. Η καλύτερη κρίση για τον ίδιο τον Μεταξά και το έργο του ανήκει στον, πολιτικό του αντίπαλο, λογοτέχνη Γ. Θεοτοκά, ο οποίος την ημέρα της κηδείας του Μεταξά έγραψε: «Η κηδεία, επιβλητική. Πάρα πολύς κόσμος στους δρόμους. Είναι φανερό ότι ο λαός τον λυπήθηκε και ότι αυτή τη στιγμή συλλογίζεται μόνο την καλή πλευρά του ανθρώπου και ξεχνά όλα τα άλλα. Κυρίως συλλογίζεται το ΟΧΙ και την απόκρουση της εισβολής.
Το παρελθόν σβήνει, νομίζω οριστικά, και μένει η ένδοξη στιγμή της ζωής του, αυτή που του εξασφαλίζει την υστεροφημία. Η σχέση του λαού με τον Μεταξά δεν υπήρξε ποτέ ερωτική. Υπήρξε ψυχρή, λογική, υπολογιστική. Σήμερα ο λαός λυπάται με τον ίδιο τρόπο που λυπάται κανείς για το θάνατο χρησιμότατου συνεταίρου. Αυτό το αίσθημα, συνδυασμένο με αντρική εκτίμηση και τελικά με σεβασμό. Τούτο είναι αναμφισβήτητο. Ο Μεταξάς, κατόρθωσε στο τέλος να μας επιβάλλει το σεβασμό. Έκανε αυτό που ήθελε. Κυβέρνησε την Ελλάδα, μπήκε στην Ιστορία ως ο αρχηγός και σωτήρας του τόπου του και μας έκανε να παρακολουθήσουμε το λείψανό του με λύπη που τον χάσαμε και με σεβασμό προς τη δύναμη, την κρίση, την εξαιρετική του επιμονή, τη γενναιότητά του».
Πολεμική προπαρασκευή
Είναι γεγονός ότι το έπος του 1940 δεν θα υπήρχε, αν ο Μεταξάς δεν είχε την εξουσία στην Ελλάδα από το 1936. Ο Ελληνικός Στρατός, μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δεν υπήρχε. Η Στρατιά του Έβρου που συγκροτήθηκε ήταν στην πραγματικότητα μια φενάκη. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι κυβερνήσεις, από το 1923 μέχρι το 1936, ελάχιστα έπραξαν για την πολεμική προπαρασκευή της χώρας, με εξαίρεση το καθεστώς Πάγκαλου. Ο δικτάτορας Πάγκαλος ήταν ο μόνος που πραγματοποίησε γενναίες αγορές πολεμικού υλικού. Με τον τρόπο αυτό καλύφθηκαν κάποιες από τις ανάγκες του στρατεύματος, αλλά οι ελλείψεις εξακολούθησαν να είναι σοβαρότατες.
Οι Έλληνες πολιτικοί άρχισαν να αφυπνίζονται το 1935, όταν άρχισε η ιταλοαιθιοπική κρίση, που κατέληξε στην κατάληψη της φτωχής αφρικανικής χώρας από τους Ιταλούς. Όσον αφορά τον εξοπλισμό του Ελληνικού Στρατού, ο τότε αρχηγός του, αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, παρέλαβε κυριολεκτικά το απόλυτο χάος. Αν και προβλεπόταν η επιστράτευση 14 μεραρχιών πεζικού, 1 ιππικού και 4 ταξιαρχιών πεζικού, δεν υπήρχε υλικό επιστρατεύσεως για περισσότερες από 6 μεραρχίες. Δεν υπήρχε υλικό στρατοπεδίας, κράνη, κλινοσκεπάσματα, άρβυλα, στολές, και φυσικά δεν υπήρχαν αρκετά όπλα, σε χρηστική κατάσταση και πυρομαχικά. Για παράδειγμα, από τα αποθέματα των 400.000 χειροβομβίδων, λιγότερες από 15.000 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Αν και έγιναν προμήθειες τυφεκίων, αυτομάτων όπλων και πυροβόλων, δεν έγιναν παράλληλες προμήθειες παρελκόμενων και ανταλλακτικών των όπλων αυτών.
Επίσης, δεν καταβλήθηκε η παραμικρή προσπάθεια αξιοποίησης του παλαιού οπλισμού. Η δε Αεροπορία διέθετε 5 μόλις καταδιωκτικά αεροσκάφη, τα οποία αγοράστηκαν από τη Γιουγκοσλαβία για την καταστολή του βενιζελικού κινήματος του 1935! Αντιαεροπορικά πυροβόλα υπήρχαν μόλις 4! Αντιαρματικά πυροβόλα δεν υπήρχαν καθόλου. Δεν υπήρχαν σκοπευτικά για τα πυροβόλα ούτε τροφοδοτικές μηχανές για τα πολυβόλα. Τα μισά από τα υπάρχοντα -12.000- οπλοπολυβόλα ήταν άχρηστα. Χίλια τριακόσια από τα συνολικά 2.300 πολυβόλα τύπου Σεντ Ετιέν ήταν άχρηστα. Τα δε 1.750 πολυβόλα Χότσκις που αγοράστηκαν από τη Γαλλία το 1926, αγοράστηκαν χωρίς σκοπευτικά και με ελάχιστα ανταλλακτικά. Από τα παλαιότερα πολυβόλα Σβάρτς Λοτς και Μαξίμ, από τα συνολικά 400, μόνο τα 80 μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Όλμοι αγοράστηκαν, το 1930, μόνο 10 για ολόκληρο το Στρατό, με 25 βολές ανά σωλήνα.
Αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο Μεταξάς ανέλαβε προσωπικά το υπουργείο Πολέμου και, μαζί με Παπάγο, άρχισαν τη μεγάλη προσπάθεια αποκατάστασης του αξιόμαχου του Ελληνικού Στρατού. Σε πρώτη φάση, παραγγέλθηκαν στη Γερμανία αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, τα οποία αποπληρώθηκαν, όχι με χρήμα -που δεν υπήρχε- αλλά με αγροτικά προϊόντα. Από τη Γαλλία παραγγέλθηκαν οι περίφημοι όλμοι Stokes-Brand των 81 χιλ. ώστε κάθε σύνταγμα πεζικού και ιππικού να διαθέτει από 4 και κάθε ομάδα αναγνώρισης Σώματος Στρατού, από 2.
Ο Παπάγος είχε ως στόχο τον εξοπλισμό κάθε τάγματος πεζικού με 4 όλμους. Οι Γάλλοι όμως αρνήθηκαν να διαθέσουν επιπλέον σωλήνες. Όπως αρνήθηκαν να διαθέσουν και 100 οπισθογεμείς όλμους που χρειαζόταν ο Στρατός για τον εξοπλισμό των οχυρών. Αντί αυτών, πρότειναν να μας διαθέσουν παλαιούς όλμους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι είχαν μικρό βεληνεκές. Η πρότασή τους απορρίφθηκε από το ΓΕΣ. Κοσμογονία συντελέστηκε στον τομέα του εφοδιασμού και των πυρομαχικών. Κατασκευάστηκαν χιλιάδες κράνη, ικανά να καλύψουν τις ανάγκες του συνόλου του Στρατού εκστρατείας. Αγοράστηκαν κατευθυντήρες βολής πυροβολικού, σκοπευτικά για τα αυτόματα όπλα και επισκευάστηκαν όλα τα πυροβόλα.
Τα παλαιότατα πυροβόλα των 64 χλστ. διατέθηκαν ανά δύο στα συντάγματα πεζικού και αποτέλεσαν μια πολύ δυσάρεστη έκπληξη για τους Ιταλούς, καθώς επιτύγχαναν βεληνεκές διπλάσιο των ιταλικών όλμων – τα ιταλικά συντάγματα πεζικού δεν διέθεταν πυροβόλα συνοδείας πεζικού. Λόγω της έλλειψης αντιαρματικών πυροβόλων και της απροθυμίας Βρετανών, Γάλλων και Γερμανών να μας παραχωρήσουν επιπλέον πυροβόλα, η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη μετατροπή δεκάδων παλαιών πεδινών, κυρίως, πυροβόλων των 75 χιλ. σε αντιαρματικά με την προσθήκη των καταλλήλων πυρομαχικών, τα οποία διασκευάστηκαν στην Εφορία Υλικού Πολέμου. Επίσης, δεκάδες χιλιάδες παλαιές οβίδες πυροβολικού, οι οποίες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, μετατράπηκαν σε νάρκες – ακόμα και οι οβίδες των 120 χιλ. των «αρχαίων» πυροβόλων Ντε Μπανζ του 1878 δεν πετάχτηκαν, αλλά 25.000 από αυτές μετατράπηκαν σε νάρκες!
Επίσης, ο Στρατός προμηθεύτηκε στολές –υπήρχαν μόνο 100.000 στις αποθήκες– κλινοσκεπάσματα, σκηνές, εξαρτύσεις, υδροδοχεία, και γενικά υλικό στρατοπεδίας. Ακόμα, έγινε προμήθεια χιλιάδων πτυοσκαπάνων, καθώς στις αποθήκες υπήρχαν μόλις 10.000 από αυτά. Έγιναν επίσης προμήθειες τηλεπικοινωνιακού υλικού, τηλεφώνων, ασυρμάτων, τηλεφωνικού καλωδίου, ηλιογράφων και οπτικών τηλεγράφων, καθώς δεν υπήρχε τίποτα στις αποθήκες – είναι ζήτημα αν πριν το 1936 ο ΕΣ διέθετε περισσότερους από 10 ασυρμάτους σε κατάσταση λειτουργίας. Επίσης, όλα τα πυρομαχικά πυροβολικού επιθεωρήθηκαν, και δημιουργήθηκαν αποθέματα. Συνολικά, το ελληνικό πυροβολικό διέθετε την 28η Οκτωβρίου 1940 περισσότερες από 1.350.000 οβίδες κάθε διαμετρήματος.
Το αυτό συνέβη και με τα πυρομαχικά του πεζικού. Όσον αφορά τα υλικά αρμοδιότητας Μηχανικού, ο ΕΣ δεν διέθετε παρά ελάχιστο συρματόπλεγμα και μια ημικατεστραμμένη συλλογή γεφυροσκευής, λάφυρο των Βαλκανικών Πολέμων. Άμεσα έγινε προμήθεια τριών νέων γεφυροσκευών, ενώ επισκευάστηκε και η παλαιά. Επιπλέον, έγιναν προμήθειες κάθε είδους εργαλείων και υλικού οχύρωσης, που αποδείχτηκαν πολύτιμες, ιδίως στην πρώτη, την αμυντική φάση του πολέμου. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μεταξύ 1923 και 1935, οι αμυντικές δαπάνες ήταν ύψους τριών δισ. δραχμών, ενώ στο διάστημα 1936-40 διατέθηκαν περισσότερα από δεκαπέντε δισ. δραχμές. Κανείς δεν παραπονέθηκε για τηνπολεμική προπαρασκευή της πάμφωχης Ελλάδας και δεν ακούστηκε ούτε καν υπαινιγμός για εξοπλιστικό σκάνδαλο παρά το τεράστιο των προμηθειών. Έτσι, την 28η Οκτωβρίου 1940, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε περισσότερα από 420.000 τυφέκια και αραβίδες –τα 300.000, σύγχρονα– περίπου 5.000 πολυβόλα, 12.200 οπλοπολυβόλα, 12.000 πιστόλια και περίστροφα, 325 όλμους των 81 χιλ., περισσότερα από 900 πυροβόλα κάθε διαμετρήματος, 188 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 24 αντιαρματικά πυροβόλα.
Επίσης παραγγέλθηκαν -αλλά λόγω της έκρηξης του πολέμου δεν παραλήφθηκαν- 320 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 36 αντιαρματικά πυροβόλα, 132 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, 1.762 αντιαρματικά τυφέκια Boys των 14 χιλ., 800 πολυβόλα και 1.300 οπλοπολυβόλα. Επίσης παραγγέλθηκαν 14 ελαφρά άρματα μάχης, τα οποία και δεν παραλήφθηκαν ποτέ. Η μεγάλη διαφορά όμως φάνηκε στην Αεροπορία. Αεροπορία στην Ελλάδα, πριν το 1935, υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Μέχρι και την εκδήλωση του κινήματος του 1935, η Αεροπορία δεν διέθετε κανένα καταδιωκτικό, σε πτητική κατάσταση. Τα καλύτερα αεροσκάφη που διέθετε ήταν τα στρατιωτικής συνεργασίας Breguet 19. Υπήρχαν ακόμα μερικά Potez 25 και διάφορα απαρχαιωμένα εκπαιδευτικά Μοράν Σολνιέ και Avro, τα οποία μπορούσαν να πετάξουν. Εκεί ρίχτηκε το βάρος, με τον Μεταξά να πραγματοποιεί την πρώτη αγορά του αιώνα.
Παραγγέλθηκαν 48 καταδιωκτικά – 12 Bloch 151 και 36 PZL 24. Από αυτά παραλήφθηκαν όλα τα PZL 24, αλλά μόνο 9 Bloch 151. Παραγγέλθηκαν 36 βομβαρδιστικά – 24 Blenheim και 12 Potez 63. Αντί αυτών, όμως, παραδόθηκαν 11 Potez 63, 12 Blenheim και 12 Fairy Battle, τα οποία παραχωρήθηκαν από τους Βρετανούς αντί των σαφώς ανώτερων Blenheim. Επίσης, αγοράστηκαν σύγχρονα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας Avro Anson και Do 22 και σύγχρονα για την εποχή εκπαιδευτικά. Συνολικά, η μη υφιστάμενη προ του 1935 Αεροπορία, βρέθηκε το 1940 να παρατάσσει περί τα 140 αεροσκάφη, εκ των οποίων τα 100 νέας τεχνολογίας. Παραγγέλθηκαν ακόμα περισσότερα σύγχρονα αεροσκάφη (αμερικανικά Ρ-35), τα οποία δυστυχώς δεν παραδόθηκαν λόγω του πολέμου που άρχισε.
Κατασκευάστηκε η γραμμή έργων μονίμου οχυρωτικής στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Γραμμή Μεταξά), η οποία είχε ως στόχο να καλύψει τη χώρα από βουλγαρική επίθεση. Η γραμμή αποτελούνταν από 21 περίκλειστα οχυρά και δεκάδες άλλα έργα οχυρωτικής πεδίου. Τα μεγάλα οχυρά άντεχαν σε βολές πυροβόλων των 220 χιλ. Παράλληλα κατασκευάστηκαν εκατοντάδες σκυρόδετα πολυβολεία και περιπόλια (μικρά ενεργητικά σκέπαστρα με πολυβόλα και αντιαρματικά πυροβόλα), τόσο στην Γραμμή Μεταξά, όσο και στην Ανατολική Μακεδονία και στην Ήπειρο. Τέλος, έγινε προσπάθεια ενίσχυσης και του Πολεμικού Ναυτικού.
Το εξοπλιστικό πρόγραμμα που εκπονήθηκε προέβλεπε την ενίσχυση του στόλου με τέσσερα νέα αντιτορπιλικά και έξι τορπιλακάτους. Από αυτά όμως μόνο δύο αντιτορπιλικά πρόλαβαν να παραδοθούν, τα «Βασιλεύς Γεώργιος» και το «Βασίλισσα Όλγα». Χάρη στην προπαρασκευή αυτή, η Ελλάδα κατάφερε στον πόλεμο του 1940-41 να παρατάξει το μεγαλύτερο Στρατό στην Ιστορία της – πάνω από 450.000 άνδρες. Κάθε σύγκριση με το σήμερα, δυστυχώς μόνο θλίψη προκαλεί, για το μακροπρόθεσμο σχεδιασμό τού τότε και τη μακαριότητα λόγω αδιαφορίας που κυριαρχεί σήμερα.
Η ώρα του μεγάλου «ΟΧΙ»
Η μικρή Ελλάδα, στο μεταξύ, συνέχιζε τα ειρηνικά της έργα και προσπαθούσε να επιζήσει μέσα στον παγκόσμιο κατακλυσμό που κάποιοι παρανοϊκοί είχαν ξεκινήσει. Η μικρή χώρα κοιμόταν ήσυχη. Λίγοι μόνο ξαγρυπνούσαν. Οι λίγοι που γνώριζαν. Εδώ και καιρό η Ιταλία είχε δείξει τις διαθέσεις της. Οι προκλήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Η κορύφωση ήρθε στις 15 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τορπίλισαν το ελληνικό πολεμικό «Έλλη», που απέδιδε τιμές στη Θεοτόκο στο λιμάνι της Τήνου. Οι λίγοι αυτοί, με τους ώμους βαρείς από τις τεράστιες ευθύνες, γνώριζαν καλά πια ότι, παρά τις άοκνες προσπάθειές τους να κρατήσουν την Ελλάδα έξω από την ανθρωποσφαγή, ο πόλεμος θα έφτανε και στη μικρή ετούτη γωνιά της γης. Ήταν έτοιμοι. Περίμεναν απλώς την κίνηση του ισχυρού.
Το τελεσίγραφο
Ένα αυτοκίνητο κινούνταν με ταχύτητα στους άδειους δρόμους της Αθήνας. Γύρω στις 3 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου σταμάτησε έξω από την κατοικία του τότε πρωθυπουργού, γωνία Κεφαλληνίας και Δαγκλή, στην Κηφισιά. Ένας άνδρας κατέβηκε. Πλησίασε τον χωροφύλακα σκοπό και του είπε ότι ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητούσε τον πρωθυπουργό. Ο σκοπός χτύπησε το ηλεκτρικό κουδούνι. Τα φώτα άναψαν. Μέσα στο σκοτάδι, μια γέρικη φιγούρα πλησίασε στο παράθυρο. Είδε τον Ιταλό πρέσβη, τον κόμη Γκράτσι. Η ώρα της ευθύνης είχε έρθει. Από το αυτοκίνητο κατέβηκαν τρεις άνδρες.
Ο ένας από αυτούς πέρασε το φυλάκιο και κατευθύνθηκε στο σπίτι. Ο Μεταξάς, τυλιγμένος με ένα παλαιό πανωφόρι όπως γράφει ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, τον υποδέχθηκε και τον οδήγησε σε ένα μικρό, ταπεινό δωμάτιο, με λιγοστά παλιά έπιπλα. Κάθισαν ο ένας αντικριστά στον άλλον, σαν αντίπαλοι. Ο Ιταλός άνοιξε το χαρτοφύλακά του και παρέδωσε ένα έγγραφο στα χέρια του οικοδεσπότη του. Μια ταπεινή μικρή φιγούρα, με ολοστρόγγυλα μυωπικά γυαλιά, τυλιγμένη σε μια παλιά φθαρμένη ρόμπα, πήρε το έγγραφο. Άρχισε να διαβάζει. Με έκπληξη ο Ιταλός διαπίστωσε ότι ο απέναντί του γέροντας έτρεμε ελαφρά καθώς διάβαζε.
Διέκρινε επίσης ένα δάκρυ να κυλά, πίσω από τα μικρά του γυαλιά. Ο Μεταξάς, ο στρατηγός Μεταξάς, που τα γέρικα μάτια του τόσα είχαν δει, δεν μπορούσε να κρύψει τη συγκίνησή του διαβάζοντας ένα χαρτί. Ένα χαρτί που του ζητούσε να παραδώσει «στρατηγικά» σημεία του ελλαδικού χώρου στην Ιταλία. Μα ζητούσαν πραγματικά τα στρατηγικά σημεία οι Ιταλοί, ή μήπως ζητούσαν από τον γέρο στρατηγό να τους παραδώσει τα όσια και τα ιερά, για τα οποία σε όλη του τη ζωή αγωνίστηκε, στα οποία αφιέρωσε κάθε λεπτό του; Του ζητούσαν να παραδώσει χιλιάδες χρόνια Ιστορίας, ενός τόπου που, όπως έγραψε ο αείμνηστος Άγγελος Βλάχος, «έμαθε όλο τον κόσμο να ζει και, αν χρειαστεί, θα τον μάθει πώς να πεθαίνει».
Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς θα μπορούσε ένας Έλληνας, και μάλιστα ένας Έλληνας αξιωματικός, να προδώσει «της πατρίδος τα ιερά»; Δεν μπορούσε να συμβεί. Νομοτελειακά δεν μπορούσε να συμβεί. Και ο Μεταξάς το γνώριζε. Εκείνο το βράδυ ο Μεταξάς εξέφραζε όλους τους Έλληνες που έζησαν στους αιώνες. Τελείωσε την ανάγνωση, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε κατάματα τον Γκράτσι, αναγκάζοντάς τον να σκύψει τα δικά του από ντροπή, και του είπε στα γαλλικά: «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο»! Πολλά έχουν ειπωθεί τα τελευταία χρόνια, αμαυρώνοντας ακόμα και αυτήν τη δραματική στιγμή, αλλά και τη μνήμη ενός πραγματικά μεγάλου Έλληνα, του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά. Ο Μεταξάς απέρριψε το ιταλικό τελεσίγραφο γιατί ο ίδιος πίστευε πως αυτό όφειλε να πράξει, υπόλογος όντας στην ίδια την Ιστορία της Ελλάδας. Η ατιμία δεν υπήρξε ποτέ ελληνική αρετή.
Και ο Μεταξάς μπορούσε να καυχάται για την ελληνική του καταγωγή, από τα βυζαντινά τα χρόνια. Εξάλλου, γνώριζε ήδη τις ιταλικές προθέσεις, πολύ πριν την επίσημη κήρυξη του πολέμου, και είχε ήδη λάβει τις αποφάσεις του. Ο ίδιος ο τότε Ιταλός πρεσβευτής, στο βιβλίο του «Η Αρχή του Τέλους», αναφέρει ότι στο άκουσμα της λέξης πόλεμος από τον Μεταξά, του απάντησε ότι δεν πρόκειται για κήρυξη πολέμου και ότι η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει πως η ελληνική θα δεχθεί τους όρους της. Ο Μεταξάς τότε ρώτησε ποια ήταν τα στρατηγικά σημεία που ζητούσαν να καταλάβουν οι Ιταλοί.
Η ερώτησή του είχε σκοπό να ξεσκεπάσει τον ξεπεσμό των Ιταλών. Ο Γκράτσι απάντησε ότι δεν γνώριζε ποια ήταν τα σημεία αυτά! Ο Μεταξάς τότε απάντησε: «Εν τοιαύτη περιπτώσει, η διακοίνωση αυτή αποτελεί κήρυξη πολέμου της Ιταλίας στην Ελλάδα». «Όχι, εξοχότατε, είναι τελεσίγραφο», έσπευσε να απαντήσει ο Γκράτσι. Ο Μεταξάς επέμεινε: «Είναι κήρυξη πολέμου», του είπε. «Αλλά θα παράσχετε βεβαίως τις διευκολύνσεις που ζητά η κυβέρνησή μου», ανταπάντησε ο Γκράτσι. «ΟΧΙ. Δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνει περί ελεύθερης διέλευσης», απάντησε ο Μεταξάς.
Ο Ιταλός πρεσβευτής γράφει χαρακτηριστικά: «Εκείνη τη στιγμή μίσησα το επάγγελμά μου, το οποίο μου επέβαλε ένα τόσο θλιβερό και ταπεινωτικό καθήκον. Υποκλίθηκα με βαθύτατο σεβασμό στον υπερήφανο γέροντα, ο οποίος δεν δίστασε ούτε για μια στιγμή να διαλέξει για την πατρίδα του την οδό της θυσίας, αντί της ατίμωσης, και αποχώρησα». Ο Γκράτσι αποχώρησε με σκυμμένο κεφάλι. Αμέσως ο Μεταξάς πήρε τηλέφωνο και ειδοποίησε τον βασιλιά, τον αρχιστράτηγο και όλους όσους έπρεπε να ειδοποιηθούν. Συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο. Μίλησε στον βασιλιά και στους υπουργούς για την επίσκεψη του Γκράτσι και κατέθεσε ενώπιον όλων τα ήδη έτοιμα από πριν διατάγματα, τα σχετικά με την επιστράτευση, τις επιτάξεις.
Ζήτησε από τους υπουργούς να τα υπογράψουν, τονίζοντας ότι όποιος δεν συμφωνεί, είναι ελεύθερος να παραιτηθεί. «Κύριοι, με κατηγόρησαν για δύο πράγματα. Πρώτον πως είμαι γερμανόφιλος και, δεύτερον, πως δεν έχω φαντασία και συναίσθημα, όπως ο Βενιζέλος. Είναι αλήθεια πως ανατράφηκα στη Γερμανία και πως είχα πολλούς δεσμούς με αυτή τη χώρα. Αλλά όπως μισεί κανείς έναν φίλο που δεν στάθηκε στο ύψος της φιλίας του περισσότερο από έναν αδιάφορο άνθρωπο, έτσι μισώ τώρα τους Γερμανούς. Όσο για το άλλο, είμαι βέβαια Κεφαλλονίτης και το έχω φυσικό να τα βάζω κάτω τα πράγματα και να τα ζυγιάζω.
Αλλά είναι στιγμές που, αφού τα ζυγιάσει κανείς και τα μετρήσει όλα, πρέπει να αφήσει την καρδιά του να υπαγορεύσει την τελειωτική απόφαση. Και η καρδιά μου μου λέγει πως δεν μπορώ να προδώσω μια Ιστορία τριών χιλιάδων χρόνων», είπε με έναν λόγο που πρέπει να διαβαστεί κανονικά από τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς. Αμέσως μετά έκανε τον σταυρό του και άρχισε να υπογράφει πρώτος. «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα», είπε. Όλοι υπέγραψαν, επαναλαμβάνοντας τη φράση του. «Ο Θεός σώζει την Ελλάδα». Η ώρα πλησίαζε 06.00. Πάνω στα βουνά, το κανόνι είχε ήδη βροντήξει. Ο πόλεμος είχε αρχίσει.
Με στοιχεία από το περιοδικό ΠΟΛΕΜΟΣ & ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΗΓΗ
http://defencenews.gr/index.php/ethiniki-amina-2/2522-pos-kai-giati-kerdisame-tous-italoys-to-1940-kai-i-amyntiki-adiaforia-ton-teleftaion-eton
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου