Μετά τις πληροφορίες πως το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας προχώρησε στην κατακύρωση της προμήθειας δέκα μεταχειρισμένων μεταφορικών ελικοπτέρων τύπου CH-47D (Chinook) για την Αεροπορία Στρατού έχει ενδιαφέρον να δει κανείς τις αλλαγές που αυτά μπορούν να επιφέρουν στο πεδίο της μάχης αλλά και τη χρησιμότητα των Ε/Π στο Ελληνικό κι όχι μόνο θέαετρο επιχειρήσεων.
Το καλά ενημερωμένο blog belisarius21.wordpress.com είχε παρουσιάσει στο παρελθόν ανάλογο αφιέρωμα το οποίο και ακολουθεί.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του τύπου, οδεύει προς υλοποίηση η πώληση στις Ελληνικές ΕΔ 10 βαρέων ελικοπτέρων Chinook CH-47D των αμερικανικών ΕΔ, με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, .
Η – μάλλον αναπάντεχη – αυτή εξέλιξη είναι από τις πλέον σημαντικές που έχουν γίνει κατά τα τελευταία έτη για την άμυνα του Αιγαίου Πελάγους και διαμορφώνει μια πραγματικότητα στην ΑΣ που είναι πολύ πιο ορθολογική και επιχειρησιακά αποτελεσματική απ΄ ότι προέβλεπαν οι δικοί μας αρχικοί σχεδιασμοί. Και είναι κρίμα που η κατάσταση αυτή διαμορφώθηκε από ανάγκη και όχι από τον ελληνικό σχεδιασμό.
Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική πλευρά αρχικά επεδίωκε την προμήθεια μέσων ελικοπτέρων UH-60, τουλάχιστον 30 για την ακρίβεια, προς αντικατάσταση του γηρασμένου στόλου των περίπου 90 UH-1 διαφόρων προελεύσεων.
Η χρήση των ελικοπτέρων Για να θέσουμε το ζήτημα απλά, οι στρατοί χρησιμοποιούν τα ελικόπτερα σε τρεις διαφορετικούς ρόλους:
-Ο πρώτος, και μάλλον λιγότερο ενδιαφέρων, ρόλος αφορά την απλή αερομεταφορά δυνάμεων κι εφοδίων.
-Ο δεύτερος ρόλος είναι αυτός που αφορά την παροχή ευκινησίας σε κάποια δύναμη τους, μαζί με το υλικό της, ώστε να μπορούν να την αναπτύξουν με ταχύτητα στη περιοχή της επιλογής τους, γενικώς εντός της φίλιας διάταξης, προκειμένου αυτή να εμπλακεί άμεσα στη μάχη. Αυτές είναι οι λεγόμενες αεροκίνητες επιχειρήσεις.
-Ο τρίτος ρόλος αφορά την αεροπορική μεταφορά και ρίψη ή προσγείωση αεραποβατικών δυνάμεων και των μέσων υποστήριξης τους εντός των εχθρικών τοποθεσιών και στην περιοχή των μετόπισθεν, δηλαδή την ανάπτυξη μάχιμης δύναμής τους σε περιοχή εκτός της φίλιας διάταξης (όσο ρευστή κι αν είναι αυτή), μη εξασφαλισμένη και μη ελεγχόμενη, και σε σημείο που παρέχει κάποιο κρίσιμο τακτικό ή επιχειρησιακό πλεονέκτημα. Αυτές είναι οι λεγόμενες αεραποβατικές επιχειρήσεις.
Προφανώς, ιδιαίτερης σημασίας είναι οι δύο τελευταίοι ρόλοι. Τους δύο αυτούς βασικούς ρόλους τους ο κάθε στρατός τους ενσωματώνει στο δόγμα του και τις επιχειρησιακές του πρακτικές ανάλογα με τις υλικές του δυνατότητες, τις επιχειρησιακές του αντιλήψεις αλλά και, ιδιαίτερα, τα επιχειρησιακά προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Δύο παραδείγματα: Αμερικανικός Στρατός και Τουρκικός Στρατός
Ας δούμε πως αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αερομεταφοράς δύο στρατοί του ΝΑΤΟ που έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένους τους κλάδους της αεροπορίας στρατού: ο Αμερικανικός και ο τουρκικός.
ΗΠΑ: Οι ΗΠΑ, ως υπερδύναμη, έχει την άνεση να έχει ενσωματώσει στις επιχειρησιακές της δυνατότητες και τις δύο επιδιώξεις. Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εξεταστεί η ιστορία της εξέλιξης των δυνάμεων και του δόγματος των αερομεταφερόμενων δυνάμεων και των αεροκίνητων και αεραποβατικών επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού, γιατί κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο διαφωτιστικό από την απλή σύγχρονη θεωρία.
Επειδή αυτό δεν είναι εφικτό, αρκεί να επισημανθούν ορισμένα βασικά στοιχεία:
-Οι αεραποβατικές δυνάμεις του Αμερικανικού Στρατού είναι άμεσοι απόγονοι των αερομεταφερόμενων μεραρχιών του Β΄ΠΠ και οι οποίες ιδρύθηκαν την εποχή εκείνη στο πλαίσιο της διερεύνησης νέων τακτικών κι επιχειρησιακών δυνατοτήτων, ειδικότερα δε θεωριών που αναπτύσσονταν προπολεμικά. Κατά τις πολλές επιχειρήσεις που έλαβαν μέρος, οι δυνάμεις αυτές δεν δικαίωσαν τη σκοπιμότητα της ιδρύσεώς τους, τουλάχιστον σε αντιστοιχία με την έκταση που είχαν λάβει. Η «μη δικαίωση» δεν αναφέρεται, φυσικά, στην πολεμική τους επίδοση η οποία ήταν εξαιρετική (γεγονός αναμενόμενο, αφού είχαν ιδρυθεί ως επίλεκτοι σχηματισμοί), αλλά στην τακτική κι επιχειρησιακή σκοπιμότητα και επιτυχία τους ως αερομεταφερόμενες δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, με τη λήξη του πολέμου είχαν αποκτήσει τέτοια θεσμική ισχύ (εν μέρει εξ αιτίας του όγκου τους κι εν μέρει γιατί είχαν προσελκύσει στις τάξεις τους επίλεκτους αξιωματικούς) ώστε η αντικειμενική αξιολόγησή τους καθίστατο αδύνατη. Οι δυνάμεις συνέχισαν να υπάρχουν σε μεγάλη έκταση και σε συνεχή αναζήτηση ρόλου και δόγματος στον μεταπολεμικό στρατό.
Οι μεταπολεμικές αντιλήψεις του Αμερικανικού Στρατού σχετικά με τις αεροκίνητες επιχειρήσεις πέρασαν διάφορα στάδια:
-Το πρώτο στάδιο του πειραματισμού και της εξέλιξης για την «ατομική περίοδο» και τις «πεντατομικές μεραρχίες» το διαδέχτηκε η εποχή του Βιετνάμ και των αεροκίνητων αντι-ανταρτικών επιχειρήσεων κι αυτό το διαδέχτηκε η «Αεροεδαφική Μάχη» (της οποίας και είναι άμεσος απόγονος το σημερινό δόγμα των αεροκίνητων επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού και – ως εκ τούτου – και του ελληνικού στρατού) για να καταλήξουν στη σύγχρονη εκμετάλλευσή τους από το «Δόγμα Κυριαρχίας Πλήρους Φάσματος» (sic).
Θεωρητικά, οι αερομεταφερόμενες μεραρχίες του XVIII Αερομεταφερόμενου Σώματος Στρατού έχουν τη δυνατότητα διενέργειας «αεραπόβασης», δηλαδή της αερομεταφερόμενης τοποθέτησης και υποστήριξης δυνάμεων τους εντός της εχθρικής διάταξης. Επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα για πλήρη ανάπτυξη του θέματος εδώ, τόσο σε σχέση με την ιστορία των αεροκίνητων και των αεραποβατικών επιχειρήσεων, θα επισημανθούν ορισμένα κρίσιμα στοιχεία:
-Οι αεραποβατικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ γίνονται (και σχεδιάζεται να διεξάγονται) σε περιβάλλον απόλυτης αεροπορικής κυριαρχίας.
-Στο Βιετνάμ, όπου γεννήθηκε κι εξελίχθηκε το δόγμα χρήσης των ελικοπτέρων, κατέστη σαφές ότι οι αερομεταφερόμενες με ελικόπτερα δυνάμεις πάσχουν στο έδαφος από τα ίδια μειονεκτήματα που πάσχουν και οι αλεξιπτωτιστές. Κι επιπλέον τα ελικόπτερα, παρ΄όλο που βελτιώνουν την ευκινησία των μονάδων, είναι εξαιρετικά ευάλωτα στα χερσαία πυρά.
Σε έναν πόλεμο όπου οι αμερικανοί αντιμετώπισαν μάλλον ελαφρές δυνάμεις, διαθέτοντας τρομακτική υπεροχή ισχύος πυρός και δυνατότητα άμεσης επέμβασής της, οι απώλειες των ελικοπτέρων UH-1 ήταν διαφωτιστικές: από τα 7.013 ελικόπτερα του τύπου που χρησιμοποιήθηκαν (όχι όλα ως ελικόπτερα εφόδου, αλλά πολλά και ως ελικόπτερα ένοπλης συνοδείας, κατ΄ουσίαν πετώντας δηλαδή μαζί με τα μεταγωγικά, πολλά χωρίς καμία δραστηριότητα αεραπόβασης) καταστράφηκαν τα 3.305. Σκοτώθηκαν 1.074 χειριστές και 1.013 μέλη πληρώματος.
Μία χαρακτηριστική για τις δυνατότητες και για τις αδυναμίες χρήσης του μέσου υπήρξε η επιχείρηση Lam Son 719 (μια σαφή και αναλυτική παρουσίαση της μάχης μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης στον εξαιρετικό ιστότοπο για θέματα Αεροπορίας Στρατού: ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ LAM SON 719 (1971)ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ LAM SON
Στην μεγαλύτερη αεραποβατική επιχείρηση του πολέμου του Βιετνάμ οι αμερικανοί απώλεσαν 90 από τα 659 ε/π που έλαβαν μέρος, ενώ 453 ε/π χτυπήθηκαν χωρίς να καταρριφθούν. Το 14% καταρρίφθηκε ενώ το 68% υπέστη βλάβες.
Θεωρητικώς, το δόγμα της «Αερο-εδαφικής Μάχης» εισήγαγε τις αεροκίνητες και τις αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις ακόμη και στο τακτικό επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος που η σύνθεση των όλων των αμερικανικών μεραρχιών περιλαμβάνει ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού. Οι ίδιοι οι αμερικανοί πιθανότατα δεν πήραν το δόγμα αυτό πάρα πολύ σοβαρά. Το δόγμα δε χρειάστηκε να ελεγχθεί ποτέ στην πράξη, αφού ευτυχώς δεν ξέσπασε ποτέ πόλεμος στην Ευρώπη. Οι αεραποβατικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στον Α’ Πόλεμο του Κόλπου ήταν ένας (εξαιρετικά…) ευρύς ελιγμός υπερκέρασης επιχειρησιακού (και όχι τακτικού) επιπέδου, ο οποίος έβαλε ένα σώμα στρατού που προχώρησε… εποχούμενο (επί τροχοφόρων) στην έρημο, προκειμένου να αποκόψει την υποχώρηση των ιρακινών από το Κουβέιτ. Η μόνη αεραποβατική επιχείρηση που έλαβε χώρα αφορούσε ένα συγκρότημα επιπέδου ταξιαρχίας, με 60 Black Hawk και 30 Chinook, και έγινε σε απόσταση πολλών δεκάδων χιλιομέτρων από τον πλησιέστερο ασθενή και καθηλωμένο εχθρό, με απόλυτη ασφάλεια. Μόνον περιορισμένες επιχειρήσεις θεωρούνται (για την ακρίβεια: θεωρούνταν) ασφαλείς σε σχετικά στενή επαφή με εχθρικές δυνάμεις (δηλαδή σε τέτοιες θέσεις και αποστάσεις που θα μπορούσαν τα αποβιβαζόμενα τμήματα να προσβληθούν άμεσα από εχθρικά πυρά), και ακόμη και αυτό, με δεδομένο ότι στα αποβιβαζόμενα τμήματα θα παρέχεται εξαιρετικά εντατική και ακριβής αεροπορική υποστήριξη τόσο από τις (ισχυρότατες) οργανικές δυνάμεις επιθετικών ελικοπτέρων του σχηματισμού, όσο και από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (όχι μόνον με τα Α-10 – που πλέον βαίνουν προς απόσυρση, αλλά και με τα ισχυρότατα AC-X αεροσκάφη)
Η αντίληψη αυτή αντανακλάται στη συγκριτικά μικρή δύναμη μέσων μεταφορικών ελικοπτέρων που διατίθενται στις Ταξιαρχίες ΑΣ που υποστηρίζουν τις αερομεταφερόμενες μεραρχίες των ΗΠΑ, τόσο σε σχέση με τον όγκο των δυνάμεων ελιγμού που υποστηρίζουν, όσο και σε σχέση με τη δυνατότητα αερομεταφοράς με τα βαρέα ελικόπτερα που τους παρέχουν. Έτσι, στην πιο ισχυρά υποστηριζόμενη 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία διαθέτει τέσσερις (4) ταξιαρχίες ελιγμού, ανήκουν δύο ταξιαρχίες αεροπορίας στρατού, στην (πολύ ενισχυμένη) σύνθεση των οποίων υπάρχει από ένα τάγμα μέσων ελικοπτέρων των 90 UH-60 με αποστολή τη αερομεταφορά τμημάτων. Τα ελικόπτερα αυτά ουσιαστικά επαρκούν για την ανάπτυξη των λόχων ελιγμού δύο ταγμάτων. Δηλαδή, στην πλέον προικοδοτημένη με μέσα μεραρχία των τεσσάρων ταξιαρχιών, ουσιαστικά η δυνατότητα «αεραποβάσεως» αφορά τέσσερα τάγματα. Στην 82α Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, επίσης των τεσσάρων ταξιαρχιών ελιγμού, το αεροπορικό στοιχείο είναι μία ταξιαρχία ΑΣ με την ίδια δομή, και με δυνατότητα ανάπτυξης ενός τάγματος πεζικού.
Η εμπειρία των αμερικανών τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ότι στην πραγματικότητα η διενέργεια «αεραποβατικών» επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι εμπειρίες των δύο τελευταίων δεκαετιών έχουν δείξει ότι ακόμη και η παρουσία ακόμη και ελαφρών δυνάμεων και η εκδήλωση αραιών πυρών έχει αποτρέψει αεραποβατικές ενέργειες και έχει επιφέρει δυσανάλογες απώλειες στα ε/π που επιχειρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Ιδιαίτερα η ευρεία διάδοση των βαρέων όπλων πεζικού σημαίνει ότι ακόμη και μικρές και ελαφρές δυνάμεις μπορούν να εκτοξεύσουν πυρά που προκαλούν δυσάρεστες απώλειες ή, συνήθως, αποτρέπουν αεραποβατικές ενέργειες. Δεν έχει κανείς παρά να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επιχείρησης Anaconda για να διαπιστώσει πόσο εύκολο ήταν για ελαφρότατες δυνάμεις Αφγανών ανταρτών να αποτρέπουν αποβιβάσεις δυνάμεων ή να προκαλούν απώλειες.
Τουρκία
Η Τουρκία έχει μια μακρά ιστορία στην αεροπορία στρατού, που ξεκίνησε από την κρίση του Κυπριακού του 1964. Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, ο ΤΣ είχε στόλο επαρκή για να κάνει μια μεγάλη «αεραποβατική επιχείρηση» το 1974 στη Μεγαλόνησο. Βέβαια, η «αεραποβατική» επιχείρηση δεν ήταν ακριβώς αεραποβατική αλλά αερομεταφορά, δεδομένου ότι το σύνολο των δυνάμεων μεταφέρθηκε εντός του προετοιμασμένου και εξασφαλισμένου θύλακα Λευκωσίας-Αγύρτας-Κιόνελι, που είχε διευρυνθεί συστηματικά ακριβώς έτσι ώστε να μπορεί να δεχτεί τα τουρκικά αερομεταφερόμενα στρατεύματα χωρίς αυτά να υποστούν προσβολή κατά τη φάση αυτή – δηλαδή έτσι ώστε να μην αναγκαστούν να κάνουν «αεραπόβαση».
Η δεύτερη μεγάλη εμπλοκή της τουρκικής ΑΣ είναι, φυσικά, μία από τις τυπικές αποστολές της ΑΣ, οι αντιανταρτικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Κουρδιστάν. Σε μία ευρύτατη περιοχή όπου οι Κούρδοι διεξάγουν ανταρτικό αγώνα με διάσπαρτες μικρές δυνάμεις ελαφρά οπλισμένες, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, οι τουρκικές απώλειες ελικοπτέρων κατά τις πτήσεις πλησίον ορεινών όγκων ανήλθαν σε τέτοια επίπεδα (και πολύ περισσότερο οι επικίνδυνες επιθέσεις στα ε/π) που οι τούρκοι χειριστές έφθασαν στο σημείο να αρνούνται την εκτέλεση αποστολών. Πέραν του Κουρδιστάν, η τρέχουσα μείζων επιχειρησιακή χρησιμότητα της τουρκικής ΑΣ είναι αυτή που εξυπηρετεί στην 4η Στρατιά, υποστηρίζοντας μεγάλες αεραποβατικές επιχειρήσεις εναντίον των ελληνικών νησιών.
Κατά την αρχική φάση των σχεδιασμών, δηλαδή κατά τη δεκαετία του ’80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η τουρκική στρατηγική ήταν στραμμένη κυρίως εναντίον των μεγάλων νήσων του Ανατολικού Αιγαίου, ξεκινώντας από τη Λήμνο και καταλήγοντας στη Ρόδο. Ο βασικός τουρκικός στόχος ήταν η αιφνιδιαστική συγκέντρωση μεγάλων αερομεταφερόμενων και θαλασσίως μεταφερομένων δυνάμεων προκειμένου το νησί-στόχος να κορεστεί, και μάλιστα πριν οι δυνάμεις που αμύνονται σε αυτό προλάβουν να αναπτυχθούν. Το σχέδιο αυτό βασιζόταν ουσιωδώς στην επίτευξη στρατηγικού αιφνιδιασμού, αφού με ανεπτυγμένες τις φρουρές των νήσων και την ΠΑ σε εγρήγορση, οι δυνατότητες για την κλασική απομόνωση και καταστολή της νήσου δεν ήταν ρεαλιστικές. Η τουρκική ΑΣ είχε κρίσιμο ρόλο να παίξει στο πλαίσιο αυτό, γιατί ήταν το κατ΄ εξοχήν μέσον επίτευξης αιφνιδιασμού, τόσο στρατηγικού όσο κι επιχειρησιακού, αφού οι προετοιμασίες της (και των συναφών αερομεταφερόμενων δυνάμεων) είναι οι πλέον δύσκολες να ανιχνευτούν (γίνονται αρκετά μακριά από την περιοχή των επιχειρήσεων) και ο αντικειμενικός τους στόχος ακόμη πιο δύσκολο ανιχνεύσιμος, αφού είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτός γρήγορα ο συγκεκριμένος στόχος (νησί) που πρόκειται να μεταβούν τα ε/π. Όταν σταδιακά η αεροναυτική ισορροπία στο Αιγαίο διαταράχθηκε, και η πιθανότητα τουρκικής υπεροχής ή κυριαρχίας άρχισε να γίνεται λιγότερο ουτοπική, η άμυνα των νήσων είχε «βαρύνει» σε τέτοιο βαθμό εξ αιτίας της άφιξης αρμάτων και ΤΟΜΠ, όσο και λοιπού εξοπλισμού, ώστε τελικά η προοπτική να παραμένει ασύμφορα δύσκολη εκτός περίπτωσης εξαιρετικής συγκυρίας.
Με εξαιρετική οξυδέρκεια, η τουρκική στρατηγική έστρεψε τη στρατιωτική της απειλή (και συγχρόνισε τις πολιτικές της διεκδικήσεις) κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα. Η στρατιωτική προτεραιότητα άρχισε πλέον να δίνεται σε μικρά νησιά του Αιγαίου – από τα μικρά κατοικημένα μέχρι τις μεγάλες νησίδες. Και στην περίπτωση αυτή, η τουρκική ΑΣ είχε κεντρικό ρόλο, με επιδίωξη την μαζική και αιφνιδιαστική αποβίβαση τμημάτων στο νησί ή νησίδα στόχο, ουσιαστικά πριν προλάβει η φρουρά να συνεγερθεί και να αντιδράσει. Και πάλι, η δυνατότητα εξαπόλυσης τμημάτων από μεγάλη απόσταση, χωρίς η προετοιμασία να έχει γίνει αντιληπτή, είναι το κρίσιμο στοιχείο για την εμπλοκή της ΑΣ.
Στον Έβρο, η προοπτική διενέργειας «αερομεταφοράς», δηλαδή επιχείρησης αεραπόβασης τακτικών μονάδων στο πίσω όριο της ελληνικής τοποθεσίας προκειμένου να καθυστερήσουν για κρίσιμο χρονικό διάστημα την άφιξη των ελληνικών τεθωρακισμένων ενισχύσεων δεν είναι πολύ πιθανή, παρά το γεγονός ότι η επιδίωξη της καθυστέρησης των ενισχύσεων είναι από τις κρισιμότερες μιας τουρκικής προσπάθειας. Ο λόγος είναι ότι οι δυνάμεις αυτές θα πέσουν στους άξονες διελεύσεως ισχυρών τεθωρακισμένων σχηματισμών με αποτέλεσμα να είναι καταδικασμένες καθ’ εαυτές, ακόμη κι αν καταφέρουν τον ευρύτερο σκοπό τους – και είναι αρκετά απίθανο συνειδητά να θυσιαστούν ολοκληρωτικά μονάδες (και μάλιστα σε σημαντική έκταση) σε «αποστολές αυτοκτονίας» προκειμένου να επιτευχθεί το αποτέλεσμα. Επιπλέον, το γεγονός ότι ορθότατα η ελληνική πλευρά σχεδιάζει και ασκείται στην άμεση εξάλειψη αεροπρογεφυρωμάτων ενεργεί κατασταλτικά, αφού εξασφαλίζει όχι μόνο τη θυσία των μονάδων αλλά και την αποτυχία της αποστολής τους. Επιπλέον, η δυνατότητα που δίνει η διαμόρφωση του εδάφους στους τούρκους να επιδιώξουν το στόχο αυτό με τη διενέργεια εντατικών ανορθόδοξων επιχειρήσεων, καθιστά την εμπλοκή της τουρκικής ΑΣ σε αεραποβατικές ενέργειες, ακόμη λιγότερο πιθανή. Για το λόγο αυτό άλλωστε, στο σχέδιο Balyoz που αποκαλύφθηκε πριν από μερικά χρόνια, δε φαίνεται να υπήρχε μείζων δράση ΑΜ δυνάμεων στο εσωτερικό της ελληνικής αμυντικής τοποθεσίας.
Η περίπτωση της ελληνικής ΑΣ
Με αυτά ως δεδομένα, η εικόνα που προκύπτει για την ελληνική Αεροπορία Στρατού έχει ως εξής:
Η πρώτη και βασική της αποστολή στο πλαίσιο της άμυνας του Αιγαίου είναι και παραμένει αποτελεσματική προληπτική και κατασταλτική ενίσχυση του χώρου του Αιγαίου που κινδυνεύει να δεχτεί επίθεση ή που έχει ήδη δεχτεί επίθεση και αμύνεται.
Το Αιγαίο είναι κατακερματισμένος χώρος και το βασικό πρόβλημα της άμυνας είναι η αδυναμία της κλασικής πρακτικής της «προκάλυψης», της σταθεροποίησης και της αντεπίθεσης, ακριβώς γιατί το αρχιπέλαγος στερεί την ευκινησία των αμυνομένων δυνάμεων. Κάθε νησί έχει τη φρουρά του, και το μείζον είναι να αμυνθεί αποτελεσματικά. Σε περίπτωση κατάληψης νησιού, τα δεδομένα είναι τέτοια που η «κλασική» αποστολή «ανακατάληψης» νησιού είναι εκτός πραγματικότητας – ειδικά για τα μεγάλα κατοικημένα νησιά.
Πρέπει να εντυπωθεί στη συνείδηση των σχεδιαστών ότι άπαξ και η μάχη έχει εξελιχθεί κατά τρόπο που έχει επιτρέψει την κατάληψη μείζονος νήσου, η εγκατάσταση του αντιπάλου θα είναι τόσο ισχυρή επί αυτού που οποιαδήποτε σκέψη «ανακατάληψης» με αποβάσεις και αεραποβάσεις είναι εκτός πραγματικότητας.
Αυτό που είναι κρίσιμο για τις ΕΔ είναι η δυνατότητα αποφασιστικής ενίσχυσης ενός νησιού άμεσα, με την όσο το δυνατόν ταχύτερη διαπίστωση του αντικειμενικού σκοπού του αντιπάλου, και σε κάθε περίπτωση ΠΡΙΝ η φίλια άμυνα έχει καταβληθεί. Το ζητούμενο από τις ελληνικές δυνάμεις ΔΕΝ είναι η ανακατάληψη αλλά η αποτελεσματική ενίσχυση.
Η αποτελεσματική ενίσχυση των φιλίων δυνάμεων αντιμετωπίζει βασικά το πρόβλημα της ασφαλούς μεταφοράς μεγάλου όγκου όσο το δυνατόν βαρύτερων δυνάμεων, και όχι της «επιθετικής» εισόδου τους στο νησί στόχο. Επιχειρήσεις τέτοιου είδους θα διεξαχθούν σε ένα εξαιρετικά πυκνό αεροναυτικό περιβάλλον όπου μόνον περιορισμένες, καλά σχεδιασμένες και εξαιρετικά προστατευμένες μετακινήσεις θα έχουν ρεαλιστική δυνατότητα επιβίωσης. Τέτοιες οριακά δύσκολες πτήσεις θα πρέπει να αποδίδουν τη μέγιστη δυνατή ωφέλεια (δηλαδή μεταφερόμενη ισχύ) στον αμυνόμενο και δε θα τις απασχολεί η εξασφάλιση της «προσγείωσης», γιατί αυτή θα γίνεται σε – σχετικά – ασφαλή χώρο, εντός ή στα μετόπισθεν της φίλιας αμυντικής τοποθεσίας.
Το στρατηγικό ζητούμενο στην άμυνα του Αιγαίου είναι η δυνατότητα του διοικητή του θεάτρου να παρεμβαίνει αποφασιστικά στη μάχη με την εφεδρεία του, όχι να εξαπολύει θνησιγενείς αεραποβατικές επιχειρήσεις.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο διπλασιασμός του στόλου των βαρέων ελικοπτέρων είναι κρίσιμης σημασίας για την ελληνική άμυνα: ο διοικητής ΑΣΔΕΝ (ή ο Αρχιστράτηγος) είναι πλέον σε θέση να μεταφέρει πολύ μεγαλύτερες (και, εξ ίσου σημαντικό: βαρύτερες) δυνάμεις στο σημείο της επιλογής του, με πολύ λιγότερες εξόδους και με τη δυνατότητα πολύ καλύτερης προστασίας τους.
Και η δυνατότητα «αεραποβάσεων»; Στο πλαίσιο της άμυνας του Αιγαίου, η μόνη ρεαλιστική (σε κάποιο μικρό βαθμό) αναγκαιότητα για τη διεξαγωγή αεραποβάσεως θα αφορά την ανακατάληψη ελάσσονος νησιού το οποίο έχει καταληφθεί αιφνιδιαστικά, ενώ προηγουμένως δεν έχει διεξαχθεί εντατική αεροναυτική σύγκρουση και το περιβάλλον είναι ακόμη ρευστό.
Μια τέτοια επιχείρηση είναι από τη φύση της εξαιρετικά δύσκολη, αλλά, έστω και για λόγους αρχής, οι ΕΕΔ δε μπορούν να παραιτηθούν από τη δυνατότητα διεξαγωγής της.
Η βασική δυσκολία έγκειται στο ότι οι επιτιθέμενες δυνάμεις θα κατευθύνονται σε έναν εκ των προτέρων γνωστό στον αντίπαλο και ισχυρά οργανωμένο από αυτόν στόχο. Η επιλογή της αεραποβατικής ενέργειας είναι πραγματικά περίεργη: τα ελικόπτερα που θα την αναλάβουν θα πρέπει να διασχίσουν σημαντικές θαλάσσιες αποστάσεις, πάνω από τις οποίες είναι όχι απλώς εύκολα ανιχνεύσιμα αλλά… φωσφορίζοντες στόχοι. Έστω κι αν ο εγκλωβισμός τους με μικροκυματικά μέσα ενέχει κάποια δυσκολία (που δεν υφίσταται, όμως, για τα υπέρυθρα, ούτε για την ενίσχυση φωτός), η απόφαση να στείλει κανείς ελικόπτερα μέσα σε χώρο που δεν κυριαρχείται απολύτως από τη φίλια αεροπορία παραπέμπει ευθέως στη Σφαγή της Κυριακής των Βαΐων και στην πράξη δεν πρόκειται να ληφθεί. Επιπλέον, το δόγμα (και η απλή λογική, άλλωστε) επιτάσσει ότι τα ε/π δεν πρέπει να προσγειώνονται πλησιέστερα των 5 χλμ από τις επισημασμένες εχθρικές θέσεις γιατί στην αντίθετη περίπτωση είναι ευάλωτα από τα οργανικά μέσα πυρών μονάδων πεζικού. Και επειδή όλοι γνωρίζουμε την έκταση των μικρών νησιών και νησίδων του Αιγαίου, είναι επίσης προφανές γιατί δεν είναι ρεαλιστική μια κλασική «αεραπόβαση».
Μία τέτοια επιχείρηση θα πρέπει να διεξαχθεί πολύ περισσότερο με τις απαιτήσεις και τα πρότυπα ειδικών επιχειρήσεων, παρά ως «αεραποβατική» ενέργεια. Οι απαιτήσεις συγκεκαλυμμένης και αιφνιδιαστικής προσέγγισης καθώς και οι απαιτήσεις προστασίας και αυτοάμυνας των μέσων είναι τέτοιες που μόνον εξαιρετικά εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες μονάδες ΑΣ μπορούν να φέρουν εις πέρας – αν είναι, καν, εφικτή. Σε κάθε περίπτωση, η απαίτηση για τον όγκο των αερομεταφερόμενων δυνάμεων στην περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά απίθανο να υπερβαίνει τη δύναμη τάγματος.
Για το σκοπό αυτό, η ΑΣ έχει, καλώς ή κακώς, δεσμευτεί τελεσίδικα στην απόκτηση ελικοπτέρων ΝΗ-90. Τα αεροσκάφη αυτά αποτελούν απολύτως απαράδεκτη επιλογή εξ αιτίας της σχέσης κόστους-οφέλους και η επιλογή τους έγινε προφανέστατα για λόγους αθέμιτου πλουτισμού, πλην όμως έχει προχωρήσει ανεπίστροφα. Τα ελικόπτερα αυτά όμως είναι, αν μη τι άλλο, καινούργια και εξαιρετικών πτητικών δυνατοτήτων. Ο αριθμός των 20 ε/π που σταδιακά παραλαμβάνουμε, χωρητικότητας 20 στρατιωτών έκαστο, σημαίνει χοντρικά ότι ένα κύμα των ε/π μπορεί να μεταφέρει τα στοιχεία ελιγμού ενός τάγματος. Αυτό είναι αρκετό για το είδος των αεραποβατικών επιχειρήσεων που θα κληθεί να διεξαγάγει η ΑΣ στο Αιγαίο.
Σε κάθε περίπτωση, η προτεραιότητα που έχουν λάβει στο Αιγαίο οι αερομεταφερόμενες έναντι των αμφιβίων επιχειρήσεων είναι ένα βασικό σφάλμα που θα αναλυθεί εκτενέστερα σε επόμενο σημείωμα. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι για την απόκτηση σκαφών ειδικών επιχειρήσεων Mark V από τις ΗΠΑ ενδιαφέρεται το ΠΝ και η ΔΥΚ και όχι ο ΕΣ και οι δυνάμεις αμφιβίων καταδρομών που φαίνονται ικανοποιημένες με τις RIB που διαθέτουν (χωρίς με αυτό να υπονοείται ότι τα Mark V θα ήταν το ιδανικό σκάφος για τις Αμφίβιες Καταδρομές).
Και στον Έβρο; Το να συζητήσουμε για ελληνικές αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις στον Έβρο δεν είναι ρεαλιστικό. Ο όγκος των βαρέων δυνάμεων που έχουν οι τούρκοι κλιμακωμένες σε βάθος στην Ανατολική Θράκη, σε τελείως αρματικό έδαφος και η εν γένει πυκνότητα των δυνάμεων στην περιοχή σημαίνει ότι οποιαδήποτε ενέργεια θα είναι αυτοκτονική. Επιπλέον, σκοπός μιας τέτοιας επιχείρησης θα ήταν να αποκόψει κρίσιμες τουρκικές ενισχύσεις στο πλαίσιο ενός ευρύτερου ελληνικού επιθετικού ελιγμού βαρέων δυνάμεων που σχεδιάζεται να γίνει σε σημαντικό βάθος. Αυτό… μάλλον δεν αποτελεί την πιο πιεστική προτεραιότητα των ΕΔ. Πριν φιλοδοξήσουμε να εκτελέσουμε επιχείρηση αεραπόβασης εκείθεν του Έβρου, καλό είναι να κάνουμε πρώτα μια άσκηση βιαίας διαβάσεως. Εκτός αν θέλουμε να επιμείνουμε στην περίφημη «αερομεταφερόμενη ενέργεια λόχου προκειμένου να υποστηρίξει την κατάληψη του υψώματος» των ασκήσεων επιδείξεως. Αλλά αυτό δεν αποτελεί άξιο λόγου στόχο της ΑΣ. Όπως έλεγε κάποτε κάποιος γερμανός: «Κουβαδιές, όχι πιτσιλιές».
Μετά και τον Έβρο, παραμένει το ενδεχόμενο χρήσης αερομεταφερομένων δυνάμεων στην περιοχή ευθύνης του Γ΄ΣΣ, εντεύθεν ή εκείθεν των συνόρων, προκειμένου αυτές να αντιμετωπίσουν μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης ανορθόδοξες ενέργειες εκ μέρους άτακτων ή ημι-ατάκτων ομάδων στη Βόρεια Ελλάδα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, οι αεροκίνητες δυνάμεις έχουν ασφαλώς ένα ρόλο να παίξουν. Αλλά υπάρχουν πολύ περισσότερα απλά και ρεαλιστικά πράγματα που πρέπει προληπτικά να γίνουν και προηγούνται της αεροκίνησης προς την Πτολεμαΐδα. Αναρωτιέται κανείς αν υπό τις παρούσες, πιεστικές συνθήκες, είναι υψηλή προτεραιότητα η αερομεταφορά δυνάμεων για λόγους αντιμετώπισης ανορθόδοξων ενεργειών στο εσωτερικό της χώρας.
Και τα υπόλοιπα 90 περίπου UH-1, που υπηρετούν; Αυτά δεν πρέπει να αντικατασταθούν; Εκτός από τις συγκεκριμένες απαιτήσεις που θέτουν οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις, η ΑΣ έχει ένα ευρύ φάσμα αποστολών υποστήριξης, μεταφορών, αεροδιακομιδών κλπ. που δεν μπορεί να διεκπεραιώνει με τον στόλο αιχμής, δηλαδή με τα Chinook και τα ΝΗ-90. Ακόμη περισσότερο, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αντιμετωπίζουν τη δευτερεύουσα αλλά υπαρκτή πιθανότητα ανάπτυξης παραστρατιωτικής δράσης στα βόρεια σύνορα της χώρας και την ανάγκη διεξαγωγής αντιανταρτικών επιχειρήσεων – είτε στην ελληνική επικράτεια είτε και εκτός αυτής. Το είδος αυτό των επιχειρήσεων απαιτεί τη δυνατότητα αερομεταφοράς δυνάμεων, η οποία δε θέτει τις ακραίες απαιτήσεις επιδόσεων που θέτουν οι προαναφερθείσες αποστολές. Για τους ρόλους αυτούς, είναι σκόπιμο αφ΄ενός να διατηρηθεί ένας σημαντικός αριθμός UH-1, αφ΄ετέρου και στην πρώτη ευκαιρία, να αντικατασταθεί με δωρεάν ή σχεδόν παραχωρούμενα ελικόπτερα από τα αμερικανικά αποθέματα.
Συνοπτική Πρόταση για το μέλλον του υλικού της ΑΣ
-Αξιοποίηση του διαμορφούμενου στόλου των Chinook
-Παραλαβή και επιχειρησιακή αξιοποίηση των ΝΗ-90 Σταδιακή βελτίωση των ανωτέρω τύπων, και ιδιαίτερα των ΝΗ-90, με γνώμονα την αύξηση της επιβιωσιμότητάς τους.
-Τα ε/π αυτά θα κληθούν α) να επιχειρήσουν σε πυκνό αεροναυτικό περιβάλλον β) να διεισδύσουν σε εντατικά επιτηρούμενες περιοχές γ) να προσεγγίσουν περιοχές με εντονότατη εχθρική χερσαία παρουσία. Ρεαλιστικά, αυτό μπορούν να το επιτύχουν μετατρεπόμενα ουσιαστικά σε ε/π επιπέδου ειδικών επιχειρήσεων, με βασικά χαρακτηριστικά: την πλήρη ένταξή τους στο περιβάλλον αεροπορικού ελέγχου, την εξαιρετική προστασία με μέσα ηλεκτρονικών αντιμέτρων, τη δυνατότητα ακραίας εκμετάλλευσης του αναγλύφου (και του θαλασσίου, φυσικά) και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία από εχθρικές χερσαίας δυνάμεις, τόσο παθητική (με θωράκιση) όσο και ενεργητικής (με οργανικά κατασταλτικά πυρά). Φυσικά, μετατροπή των ε/π σε ειδικών επιχειρήσεων έχει νόημα μόνον εφ΄όσον τα πληρώματά τους επιλέγονται και εκπαιδεύονται κατά αντίστοιχο τρόπο – αλλιώς απλώς πετάμε λεφτά στον κουβά.
-Τη σταδιακή ανανέωση του στόλου των UH-1 με δωρεάν UH-60 στο βαθμό και με το ρυθμό που οι αμερικανικές παραχωρήσεις το επιτρέπουν, καθώς και ταυτόχρονη μείωση του διαθέσιμου αριθμού τους στο μισό, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι (υλικοί και ανθρώπινοι) για τη σοβαρή αξιοποίηση των ανωτέρω.
Στην μεγαλύτερη αεραποβατική επιχείρηση του πολέμου του Βιετνάμ οι αμερικανοί απώλεσαν 90 από τα 659 ε/π που έλαβαν μέρος, ενώ 453 ε/π χτυπήθηκαν χωρίς να καταρριφθούν. Το 14% καταρρίφθηκε ενώ το 68% υπέστη βλάβες. Θεωρητικώς, το δόγμα της «Αερο-εδαφικής Μάχης» εισήγαγε τις αεροκίνητες και τις αερομεταφερόμενες επιχειρήσεις ακόμη και στο τακτικό επίπεδο. Αυτός είναι ο λόγος που η σύνθεση των όλων των αμερικανικών μεραρχιών περιλαμβάνει ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού. Οι ίδιοι οι αμερικανοί πιθανότατα δεν πήραν το δόγμα αυτό πάρα πολύ σοβαρά. Το δόγμα δε χρειάστηκε να ελεγχθεί ποτέ στην πράξη, αφού ευτυχώς δεν ξέσπασε ποτέ πόλεμος στην Ευρώπη. Οι αεραποβατικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στον Α’ Πόλεμο του Κόλπου ήταν ένας (εξαιρετικά…) ευρύς ελιγμός υπερκέρασης επιχειρησιακού (και όχι τακτικού) επιπέδου, ο οποίος έβαλε ένα σώμα στρατού που προχώρησε… εποχούμενο (επί τροχοφόρων) στην έρημο, προκειμένου να αποκόψει την υποχώρηση των ιρακινών από το Κουβέιτ. Η μόνη αεραποβατική επιχείρηση που έλαβε χώρα αφορούσε ένα συγκρότημα επιπέδου ταξιαρχίας, με 60 Black Hawk και 30 Chinook, και έγινε σε απόσταση πολλών δεκάδων χιλιομέτρων από τον πλησιέστερο ασθενή και καθηλωμένο εχθρό, με απόλυτη ασφάλεια. Μόνον περιορισμένες επιχειρήσεις θεωρούνται (για την ακρίβεια: θεωρούνταν) ασφαλείς σε σχετικά στενή επαφή με εχθρικές δυνάμεις (δηλαδή σε τέτοιες θέσεις και αποστάσεις που θα μπορούσαν τα αποβιβαζόμενα τμήματα να προσβληθούν άμεσα από εχθρικά πυρά), και ακόμη και αυτό, με δεδομένο ότι στα αποβιβαζόμενα τμήματα θα παρέχεται εξαιρετικά εντατική και ακριβής αεροπορική υποστήριξη τόσο από τις (ισχυρότατες) οργανικές δυνάμεις επιθετικών ελικοπτέρων του σχηματισμού, όσο και από την Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ (όχι μόνον με τα Α-10 – που πλέον βαίνουν προς απόσυρση, αλλά και με τα ισχυρότατα AC-X αεροσκάφη) Η αντίληψη αυτή αντανακλάται στη συγκριτικά μικρή δύναμη μέσων μεταφορικών ελικοπτέρων που διατίθενται στις Ταξιαρχίες ΑΣ που υποστηρίζουν τις αερομεταφερόμενες μεραρχίες των ΗΠΑ, τόσο σε σχέση με τον όγκο των δυνάμεων ελιγμού που υποστηρίζουν, όσο και σε σχέση με τη δυνατότητα αερομεταφοράς με τα βαρέα ελικόπτερα που τους παρέχουν. Έτσι, στην πιο ισχυρά υποστηριζόμενη 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, η οποία διαθέτει τέσσερις (4) ταξιαρχίες ελιγμού, ανήκουν δύο ταξιαρχίες αεροπορίας στρατού, στην (πολύ ενισχυμένη) σύνθεση των οποίων υπάρχει από ένα τάγμα μέσων ελικοπτέρων των 90 UH-60 με αποστολή τη αερομεταφορά τμημάτων. Τα ελικόπτερα αυτά ουσιαστικά επαρκούν για την ανάπτυξη των λόχων ελιγμού δύο ταγμάτων. Δηλαδή, στην πλέον προικοδοτημένη με μέσα μεραρχία των τεσσάρων ταξιαρχιών, ουσιαστικά η δυνατότητα «αεραποβάσεως» αφορά τέσσερα τάγματα. Στην 82α Αερομεταφερόμενη Μεραρχία, επίσης των τεσσάρων ταξιαρχιών ελιγμού, το αεροπορικό στοιχείο είναι μία ταξιαρχία ΑΣ με την ίδια δομή, και με δυνατότητα ανάπτυξης ενός τάγματος πεζικού. Η εμπειρία των αμερικανών τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ότι στην πραγματικότητα η διενέργεια «αεραποβατικών» επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη. Οι εμπειρίες των δύο τελευταίων δεκαετιών έχουν δείξει ότι ακόμη και η παρουσία ακόμη και ελαφρών δυνάμεων και η εκδήλωση αραιών πυρών έχει αποτρέψει αεραποβατικές ενέργειες και έχει επιφέρει δυσανάλογες απώλειες στα ε/π που επιχειρούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Ιδιαίτερα η ευρεία διάδοση των βαρέων όπλων πεζικού σημαίνει ότι ακόμη και μικρές και ελαφρές δυνάμεις μπορούν να εκτοξεύσουν πυρά που προκαλούν δυσάρεστες απώλειες ή, συνήθως, αποτρέπουν αεραποβατικές ενέργειες. Δεν έχει κανείς παρά να παρακολουθήσει την εξέλιξη της επιχείρησης Anaconda για να διαπιστώσει πόσο εύκολο ήταν για ελαφρότατες δυνάμεις Αφγανών ανταρτών να αποτρέπουν αποβιβάσεις δυνάμεων ή να προκαλούν απώλειες.
ΠΗΓΗ
http://defencenews.gr/index.php/ethniki-amina/2816-elikoptera-chinook-gia-ton-e-s-i-veltisti-epilogi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου