ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ συμπληρώνεται σχεδόν από τότε που οι μονάδες του Ελληνικού Στόλου, με κυματίζουσα τη γαλανόλευκη επί των ιστίων, έπλεαν προς το νησί της Λέσβου και το πόδι του Έλληνα στρατιώτη πατούσε τη μυροβόλο λεσβιακή γη.
Αντγος ε.α Ευστράτιος Χαραλάμπους
Η τελευταία φορά που ελληνικό στρατιωτικό τμήμα είχε αποβιβασθεί στη Λέσβο ήταν το 1441, κατά τη διάρκεια του γάμου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, του τελευταίου μαρτυρικού Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, με τη θυγατέρα του Άρχοντα της Λέσβου Δορίνου Γατελούζου, Αικατερίνη. Τότε κατέπλευσε στο λιμάνι της Μυτιλήνης στολίσκος δρομώνων,[1] διοικούμενος από τον τελευταίο Βυζαντινό Ναύαρχο Λουκά Νοταρά από τον οποίο διατέθηκε τιμητική φρουρά.
Έπρεπε να περάσει σχεδόν μισή χιλιετία, για την ακρίβεια 471 χρόνια, για να κυματίσει και πάλι η γαλανόλευκη περήφανα στο παλαιό Δημαρχείο Μυτιλήνης, στο Κάστρο και στο κονάκι του Τούρκου νομάρχη.[2] Το ημερολόγιο έδειχνε 8 Νοεμβρίου του 1912 και η ώρα ήταν λίγο πριν την 1400. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε με τα μάτια του αντιπάλου την απελευθέρωση της Λέσβου, του «Χρυσού Νησιού» (altın adası), που παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία από το 1462.
Η πρώτη επαφή των Σελτζούκων Τούρκων με τη Λέσβο έγινε το 1086, για έναν χρόνο, όταν καταλήφθηκε από τον Εμίρη της Σμύρνης Τσάκα Μπέη (Çaka Bey). Η οριστική κατάληψη, που αποτελεί και την απαρχή της μαύρης περιόδου για το νησί, έγινε προσωπικά από τον Σουλτάνο Φατίχ Μεχμέτ (Fatih Sultan Mehmed), ο οποίος παρακολουθούσε τις επιχειρήσεις του Οθωμανικού Ναυτικού υπό τον Μέγα Βεζύρη (sadrazam) Μαχμούτ Πασά, από το Αγιασμέντ (Ayazmend), τη σημερινή Αλτινοβά (Altınova). Ο πληθυσμός του νησιού, μετά τις σφαγές και τα σκλαβοπάζαρα, μειώθηκε γύρω στις 40 χιλιάδες και σε αυτόν προστέθηκαν μουσουλμάνοι από τη Ρούμελη (Ηπειρωτική Ελλάδα), κυρίως από το Σαντζάκι του Βαρδάρη[3] και την περιοχή του Μπαλίκεσιρ.[4]
Έκτοτε, παρατηρείται σταδιακή ανάπτυξη της Λέσβου, με παράλληλη αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος φθάνει, το 1831, τους 61.164 κατοίκους συνολικά. Όταν εφαρμόστηκε το μονοπώλιο στο λάδι, το 1874, καταγράφονται 16.400 χριστιανικά νοικοκυριά και 3.650 μουσουλμανικά με συνολικό πληθυσμό 81.850 κατοίκους και το έτος 1906, 113.482 χριστιανοί και 17.964 μουσουλμάνοι, συνολικά 131.446 κάτοικοι. Το δε έτος της απελευθέρωσης, σύμφωνα με τον Τούρκο συγγραφέα-ιστορικό İdris Bostan[5], 18.000 μουσουλμάνοι, οι περισσότεροι στις περιοχές Μολύβου και Σιγρίου, και 117.000 χριστιανοί, ως επί το πλείστον στη νότια περιοχή του νησιού.
Η σημασία που είχαν τα νησιά του Αιγαίου για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πέρα από τη στρατηγική τους αξία για την ασφάλεια των Στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου, αφορούσε άμεσα την έναντι αυτών ακτή της Μικράς Ασίας μαζί με την άμεση ενδοχώρα. Ιδιαίτερα η Λέσβος και η Χίος αποτελούσαν για την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης το ανάχωμα σε κάθε επιβουλή και επιπλέον στον οικονομικο-εμπορικό τομέα, ένα αλληλένδετο σύστημα που αναπτυσσόταν γοργά στις αρχές του 20ού αιώνα, τούτο δε φαίνεται και από τα παρακάτω στοιχεία, αναφορικά με τη Λέσβο:
- To 1907 καταγράφονται 22.724 εκτάρια δάσους, από τα οποία τα 2.424 ιδιωτικά, από αυτά το 60% ελιές, 25% πεύκα και 15% βελανιδιές, καστανιές, λεύκες κ.λπ.
- Τέλη του 19ου αιώνα καταγράφονται 297 ελαιοτριβεία, από τα οποία τα 97 ατμοκίνητα, 96 σαπωνοποιεία, 268 αλευρόμυλοι, 14 βυρσοδεψεία και ένα εργοστάσιο μεταξωτών υφασμάτων.
- Ο φόρος μόνο από το ελαιόλαδο απέδιδε ετησίως στο θησαυροφυλάκιο του Σουλτάνου (Hazine) 2,5 εκ κουρούς (kuruş) (μία χρυσή αγγλική λίρα αναλογούσε σε 110-120 κουρούς περίπου).
- Το 1901 εξάχθηκαν στη Σμύρνη 1.083 τόνοι λάδι, 5,2 τόνοι ελιές, 19,7 τόνοι σταφίδα, 35,8 τόνοι κρασί κ.λπ. Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία από το τελωνείο της Σμύρνης, το 1900 οι εξαγωγές προς Λέσβο ανήλθαν σε 6,4 εκ. κουρούς και εισαγωγές 223.264 κουρούς ενώ το 1908 οι εξαγωγές πέφτουν στα 4,2 εκ. κουρούς και οι εισαγωγές αυξάνονται σε περίπου 2 εκ.
- Το 1903 δραστηριοποιούνται και διατηρούν γραφεία στη Μυτιλήνη, 9 ακτοπλοϊκές εταιρείες (δυτικές, τούρκικες και ελληνικές) ενώ παράλληλα λειτουργούν 12 προξενικά γραφεία.
Πλέον των οικονομικών στοιχείων που αναφέρονται παραπάνω, οι προσπάθειες που κατέβαλλε στο στρατιωτικό και ιδιαίτερα στο διπλωματικό πεδίο η οθωμανική κυβέρνηση για τη ματαίωση της ντε φάκτο κατάστασης που δημιουργήθηκε το φθινόπωρο του 1912 κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και την επανένταξη των νήσων του ΒΑ. και Α. Αιγαίου υπό οθωμανική κυριαρχία, αλλά και η επιθετική-αναθεωρητική πολιτική που εφαρμόζει σήμερα το τουρκικό κράτος στο Αιγαίο, αποτελούν τρανές αποδείξεις της στρατηγικής τους αξίας.
Πολιτική κατάσταση
Στις αρχές του 20ού αιώνα όλα τα εθνικά κράτη (Ελλάδα-Σερβία-Βουλγαρία και Μαυροβούνιο), που είχαν δημιουργηθεί στη Βαλκανική, βλέποντας τη σταδιακή αποδυνάμωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, άρχισαν να προετοιμάζονται για την εκπλήρωση των εθνικών τους στόχων.
Η απόφαση των Μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για διατήρηση του στάτους κβο και τη μη τροποποίηση των συνόρων στα Βαλκάνια, αποτελούσε στην ουσία το πρόσχημα για επέμβαση και ρύθμιση των εξελίξεων, αναφορικά με τη διανομή των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.
Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην αυτοκρατορία της πράσινης ημισελήνου ήταν τραγική. Ο Σουλτάνος Αμπτουλχαμίτ ο Β΄ από την ενθρόνισή του το 1876, ουδέποτε εφάρμοσε το Σύνταγμα που παραχώρησε ο ίδιος τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (I.Meşrutiyet), αλλά αντίθετα έκλεισε τη Βουλή (Φεβ 1878) και άρχισε η μακρά περίοδος της διαφθοράς και της τρομοκρατίας (istibdat dönemi-περίοδος τυρρανίας). Η κυβέρνηση δανειζόταν αλόγιστα (ο εξωτερικός δανεισμός άρχισε να εφαρμόζεται το 1850), αδυνατούσε να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις και οι πιστωτές κάλυπταν τα χρέη με την απόκτηση προνομίων (διομολογήσεις) και την εκμετάλλευση εδαφών.
Χαρακτηριστική είναι η κατάληψη της Μυτιλήνης, το 1901, από τη Γαλλία, λόγω αδυναμίας πληρωμής δανείου 500 χιλιάδων χρυσών λιρών (για πληρωμή αποζημιώσεων από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο 1877/78), το οποίο είχε ανήλθε με τους τόκους σε 750 χιλιάδες. Τελικά, μία από τις συζύγους του Σουλτάνου, η Fatma Kariye από την Αμπχαζία, πλήρωσε το δάνειο από την προσωπική της περιουσία και η Λέσβος γλύτωσε την «κατάσχεση».
Στη Θεσσαλονίκη –το μήλο της έριδος μεταξύ των βαλκανικών κρατών– εμφανίζεται το 1908 το κίνημα των Νεότουρκων, από νεαρούς Τούρκους αξιωματικούς, που φαινομενικά επιζητούσαν μεταρρυθμίσεις από τον Σουλτάνο, αλλά στην ουσία αντιδρούσαν στην ανάμειξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Συμφωνία Μυστέργης του 1903). Το πολιτικό κίνημα «Ένωση και Πρόοδος» (İttihat ve Terakki Partisi) που παρότρυνε τους στασιαστές, είχε τις βάσεις του στο Κομιτάτο «Ένωση και Πρόοδος» (İttihat ve Terakki Cemiyeti) που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1889, με σκοπό να εκθρονίσει τον Σουλτάνο Αμπτουλχαμίτ και να παρεμποδίσει τη διάλυση του κράτους. Η πολιτική του Κομιτάτου βασιζόταν στις ιδέες των Νεότουρκων ή Νεοοθωμανών, οι οποίοι παρουσιάστηκαν το 1860 στο Παρίσι και στόχευαν στη δημιουργία της τουρκικής εθνικής συνείδησης και την εκπλήρωση των στόχων του Παντουρανισμού.[6]
Ως αντίπαλος του Κομιτάτου εμφανίστηκε το Φιλελεύθερο κόμμα (Ahrar Fırkası), στο οποίο συνασπίστηκαν οι προσκείμενοι στον Σουλτάνο και γενικά όσοι διαφωνούσαν με το Κομιτάτο. Ακολούθησαν δραματικά γεγονότα, το κίνημα 31 Μαρτίου 1908, καταστολή, εκλογές που επιβεβαίωσαν την κυριαρχία του Κομιτάτου και ανάγκασαν τον Σουλτάνο να παραχωρήσει το νέο φιλελεύθερο Σύνταγμα της 8ης Αυγούστου 1909 (II.Meşrutiyet), με το οποίο όλες οι εξουσίες συγκεντρωθήκαν στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο ήταν υπεύθυνο έναντι της Βουλής. Κατά την περίοδο που ακολούθησε μέχρι τον Ιούλιο 1912, το Κομιτάτο κυβερνούσε από τα παρασκήνια, μετά ξέσπασε ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος και οι Ιταλοί κατέλαβαν τη Λιβύη, παράλληλα δε ξεκίνησε η ανταρσία στην Αλβανία. Τότε εμφανίστηκε μια νέα ομάδα αξιωματικών, οι «Αξιωματικοί Σωτηρίας», (Kurtarma Subaylar-Halaskar Zabitan), που ήταν αντίθετη στο Κομιτάτο και υποχρέωσε την κυβέρνηση σε διάλυση. Ο Αχμέτ Μουχτάρ Πασά σχημάτισε κυβέρνηση από όλα τα κόμματα, αλλά στην ουσία ήταν κυβέρνηση κατά του Κομιτάτου. Με αυτές τις συνθήκες και με τις συνεχείς διαδηλώσεις του Κομιτάτου, εισέρχεται η Αυτοκρατορία στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Αμέσως με τις πρώτες αποτυχίες στα μέτωπα της Βαλκανικής, διαλύεται η κυβέρνηση του Αχμέτ Μουχτάρ Πασά και σχηματίζει κυβέρνηση ο φιλελεύθερος Καμίλ Πασά, η οποία σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είχε ως αντιπολίτευση το Κομιτάτο.
Τούρκοι ιστορικοί αναφέρουν ότι η πολιτική του Κομιτάτου στα Βαλκάνια (Νόμος για εκκλησίες και σχολεία, προσπάθεια τουρκοποίησης της Αλβανίας) οδήγησε τα βαλκανικά κράτη να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να συμμαχήσουν κατά της Αυτοκρατορίας και σε συνδυασμό με την εμπλοκή του Στρατού στην πολιτική, συνέτειναν τα μέγιστα στη διάλυσή της.
Η Βουλγαρία, μη αποκρύπτοντας τις επίβουλες σκέψεις της για τη Μακεδονία και τη Θράκη, προσπαθούσε να κυριαρχήσει στα εδάφη που της είχαν επιδικαστεί με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Η Ελλάδα, λαβωμένη και ταπεινωμένη από τον ατυχή πόλεμο του 1897 με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μόλις το 1904 ανέλαβε συντονισμένη προσπάθεια κατά των Βουλγάρων, με την καλυμμένη συμμετοχή του κράτους και φανερή των ιδιωτών, στον περίφημο Μακεδονικό αγώνα που διήρκησε μέχρι το 1908 και απέτρεψε τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.
Στην Ελλάδα, στον απόηχο αυτών των εξελίξεων, εκδηλώθηκε το Στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί, το 1909, κλήθηκε από την Κρήτη ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ανέλαβε την Πρωθυπουργία. Παράλληλα πραγματοποιήθηκε αναδιοργάνωση, εκπαίδευση και εξοπλισμός του Στρατού (τυφέκιο Μάνλιχερ και πυροβόλο Σναίδερ) και του Ναυτικού (ολοκλήρωση προγράμματος κυβέρνησης Θεοτόκη – Αβέρωφ κ.λπ.), υπό την επίβλεψη ξένων στρατιωτικών αποστολών (γαλλική, αγγλική).
Μέσα στο ρευστό αυτό πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον, από το 1910 άρχισαν οι ζυμώσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών, τα δε αποτελέσματα φάνηκαν αρχές του 1912 με την υπογραφή, στις 29 Φεβρουαρίου, της Σερβοβουλγαρικής Συνθήκης και στις 29 Απριλίου του ίδιου έτους υπογράφηκε η στρατιωτική σύμβαση μεταξύ των δύο κρατών. Ακολούθησε στις 16 Μαΐου 1912 η υπογραφή της αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας. Με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο η χώρα μας δεν υπέγραψε συνθήκες, αλλά αντήλλαξε ομάδες επιτελείου, για συντονισμό των επιχειρήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 η χώρα μας εισέρχεται στον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, ενώ η Αυτοκρατορία οδηγήθηκε στη Συνθήκη του Ουσύ (15 Οκτωβρίου 1912), με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος με την Ιταλία, χάνοντας όμως τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα.
Στρατιωτική κατάσταση
Όπως προαναφέρθηκε, η κακή οικονομική κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε επίπτωση στη μαχητική ικανότητα των ενόπλων δυνάμεων. Μετά την παροχή του νέου Συντάγματος άρχισε η αναδιοργάνωση του Στρατού με νόμο που τέθηκε σε ισχύ στις 9 Ιουλίου 1910. Με τη νέα οργάνωση, μειώθηκε η οροφή και διαλύθηκαν μονάδες χωρίς να οργανωθεί ή χωρίς να προλάβει να οργανωθεί αξιόπιστο σύστημα επιστράτευσης. Το ίδιο έτος διαλύθηκαν τα Συντάγματα πυροβολικού των φρουρίων Μυτιλήνης, Χίου και Ρόδου και οι μονάδες πυροβολικού υπάχθηκαν στις μονάδες πεζικού. Αποφασίστηκε, επίσης, η συγκέντρωση των μικρών στρατιωτικών τμημάτων –επιπέδου Λόχου-Διμοιρίας– από τα μικρά νησιά στις έδρες των ταγμάτων. Τον Μάιο του 1910 άρχισε η συζήτηση περί της έδρας του Τάγματος της Περιφέρειας (eyalet) Αρχιπελάγους. Αρχικά αποφασίστηκε η Ρόδος, ως έδρα του περιφερειάρχη, μετά όμως από πιέσεις των διοικούντων τη Χίο και με δεδομένο την κεντρική της θέση, την εγγύτητα με την έδρα της Μεραρχίας (Σμύρνη) και την ύπαρξη στρατώνων και νοσοκομείου, άλλαξε η απόφαση και η Διοίκηση του Τάγματος εγκαταστάθηκε στη Χίο.
Η απόσυρση των στρατιωτικών τμημάτων από τα μικρά νησιά, σύμφωνα με την εφημερίδα Ahenk (Αρμονία ) της Σμύρνης, δημιούργησε αίσθημα ανασφάλειας, λόγω του ότι δεν επαρκούσε η Στρατοχωροφυλακή. Προς τούτο οι αποφοιτήσαντες από τις σχολές χωροφυλακής Θεσσαλονίκης και Σμύρνης τοποθετήθηκαν στην περιφέρεια Αρχιπελάγους, και έχουμε με την έναρξη του Ιταλοτουρκικού πολέμου, στις 29 Σεπτεμβρίου 1911, ανά ένα Τάγμα Στρατοχωροφυλακής μειωμένης σύνθεσης σε Ρόδο, Χίο και Λέσβο. Η στρατηγική όμως της απόσυρσης των δυνάμεων από τα νησιά αποδείχθηκε λανθασμένη, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, διότι με την αδυναμία του Οθωμανικού Ναυτικού να παρέχει υποστήριξη και να διαθέτει πλοία για μεταφορά τμημάτων και πυρομαχικών, οι μεταφορές γίνονταν με ελληνικά πλοία (ελληνικής ιδιοκτησίας) και μάλιστα σε καιρό πολέμου.
Το Τουρκικό Ναυτικό, στις αρχές του 20ού αιώνα, υπερτερούσε του Ελληνικού σε αριθμό μονάδων και σε επιχειρησιακά χαρακτηριστικά. Μετά το επεισόδιο ανάρτησης της ελληνικής σημαίας στο Φρούριο Χανίων, στις 13 Ιουλίου 1909, κατά το οποίο το Οθωμανικό Ναυτικό απείλησε με απόβαση, το Υπουργείο Ναυτικών, με τη βοήθεια αποστολών από Γαλλία και Αγγλία, άρχισε την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Ναυτικού (εκπαίδευση, σχέδια κ.λπ.) ενώ παράλληλα εισέρχονταν οι νέες ναυτικές μονάδες στη δύναμη του Στόλου.
Έτσι, παραμονές του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, παρατηρείται μια ποιοτική διαφορά του Ναυτικού μας, κυρίως λόγω του θωρηκτού «Αβέρωφ» αλλά και των άλλων νέων μονάδων σε ταχύτητα και ισχύ πυρός (ρυθμός βολής οθωμανικών θωρηκτών 1 βλήμα/2 λεπτά, ενώ το «Αβέρωφ» είχε ρυθμό 2 βλήματα/λεπτό).
Από πλευράς στρατηγικής, το Τουρκικό Ναυτικό υστέρησε χαρακτηριστικά. Στην ουσία, ενήργησε μέχρι αρχές Δεκεμβρίου 1912 ως μια πλωτή χερσαία δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα αρχικά και στην Προποντίδα στη συνέχεια. Σε τούτο συντέλεσαν οι παρακάτω λόγοι:
- Η ανάγκη άμυνας στη Μαύρη Θάλασσα για προστασία των Στενών και της Κωνσταντινούπολης από τη Βουλγαρία και ο μόνιμος φόβος εμπλοκής της Ρωσίας
- Η ταχεία προέλαση των βουλγαρικών δυνάμεων μέχρι τη γραμμή Τσατάλτζα-Σηλυβρία και η ανάγκη ανακοπής της προέλασης με το ναυτικό πυροβολικό
- Η κακή εκπαίδευση του προσωπικού (έλλειψη νυκτερινής εκπαίδευσης), η επιχειρησιακή υπεροχή του Ελληνικού Ναυτικού και η έλλειψη πληροφοριών
- Οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ Υπουργείου Στρατιωτικών, Γενικού Επιτελείου και Αρχηγείου του Στόλου.
Αντίθετα, από ενάρξεως του πολέμου, η επιθετική τακτική που εφάρμοσε το Ελληνικό Ναυτικό, με την ταχεία κατάληψη Ίμβρου-Τενέδου-Λήμνου-Θάσου και Σαμοθράκης και τη δημιουργία προχωρημένης ναυτικής βάσης στο Μούδρο, επέτρεψε να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του Αιγαίου και να αποτρέψει τη μεταφορά εφεδρειών από τη Μικρά Ασία στη Μακεδονία, παράλληλα δε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για απελευθέρωση και των υπόλοιπων νησιών του Αιγαίου.
Ο Τουρκικός τακτικός Στρατός στη Λέσβο, υπό τον Ταγματάρχη Βασίφ Μπέη (Vasıf Bey), ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Μάιο του 1912, υπαγόταν στο 18ο Σύνταγμα της 6ης Μεραρχίας της Σμύρνης. Φθάνοντας στο νησί, ο Βασίφ Μπέης προέβη σε λεπτομερή αναγνώριση του εδάφους και βάσει οδηγιών, λόγω της απειλής για απόβαση των Ιταλών, επέλεξε ως τελική τοποθεσία αμύνης τα υψώματα πέριξ του οθωμανικού χωριού Κλαπάδος και δυτικά της Πέτρας, ώστε να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής απέναντι μέσω Μολύβου. Οργάνωσε την τοποθεσία, έφτιαξε αποθήκες εκστρατείας, αμυντικά ορύγματα, ανέπτυξε επικοινωνίες και πολεμικό στρατηγείο. Με την κήρυξη της επιστράτευσης, είχε στη διάθεσή του 2 λόχους τακτικού στρατού (7ο-8ο), 4 Τάγματα εφέδρων (Μυτιλήνης-Μολύβου-Κλαπάδου και Παρακοίλων), 1 τάγμα εφέδρων του Δικελί, 1 ορειβατική πυροβολαρχία και 1 διμοιρία πολυβόλων. Τις δυνάμεις αυτές τις οργάνωσε σε 2 συντάγματα μειωμένης δύναμης (συνολικά 1.650 άνδρες). Με την αποστράτευση μονάδων που αποφασίστηκε, το Τάγμα εφέδρων του Δικελί διαλύθηκε και πέρασε απέναντι και στη θέση του διατέθηκαν ο 5ος και 6ος λόχος του 18ου Συντάγματος, που βρισκόταν στα Βουρλά. Με την πρόσκληση των χριστιανών υπό τα όπλα, η συνολική δύναμη ανήλθε σε 1.000 μουσουλμάνους και 750 χριστιανούς, από τους οποίους οι 600 του τακτικού στρατού και οι λοιποί επίστρατοι. Αν στη δύναμη αυτή προστεθούν και γύρω στους 500 εθελοντές που κατατάχθηκαν λίγο πριν την απόβαση, η συνολική δύναμη ανήλθε σε 2.250 άνδρες.
Εν τω μεταξύ, μέσα Οκτωβρίου, λήφθηκε διαταγή από τη Μεραρχία να οργανωθεί η άμυνα της νήσου με εφέδρους και να μεταφερθεί ο τακτικός στρατός στην Ανατολή. Πράγματι 19-20 Οκτωβρίου 1912 μια ορειβατική πυροβολαρχία και μια διμοιρία μυδραλιοβόλων πέρασε στο Δικελί, το δε τάγμα στις 18 Οκτωβρίου ξεκίνησε από το πολεμικό στρατηγείο που ήταν στη σημερινή Κώμη, με σκοπό να περάσει απέναντι, στο Δικελί. Μετά από ενέργειες του Βαλή (Νομάρχης) Εκρέμ Μπέη, παρά την κριτική που του ασκούν οι Τούρκοι ιστορικοί, προς το Υπουργείο Στρατιωτικών, αποφεύχθηκε η απομάκρυνση του τάγματος, πλην του Διοικητή που αναχώρησε για Κωνσταντινούπολη και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Ταγματάρχης Αβδούλγκανι Μπέης (Abdülgani Bey). To Τάγμα (Διοίκηση) επέστρεψε στο Κάστρο της Μυτιλήνης όπου είχε έναν λόχο, και από έναν λόχο σε Μόλυβο και Παράκοιλα, έβγαλε περιπόλους και άρχισε την οργάνωση της άμυνας.
Γεγονότα προ της απελευθέρωσης
Στις 15 Οκτωβρίου 1912 η Σερβία και η Βουλγαρία, με αφορμή μεθοριακά επεισόδια, κήρυξαν γενική επιστράτευση και μέσω του Βούλγαρου πρέσβη ζήτησαν να πράξει το ίδιο και η Ελλάδα. Ο Βασιλιάς απουσίαζε στο εξωτερικό, αλλά ο Διάδοχος Κωνσταντίνος συμφώνησε με την ομόφωνη πρόταση του υπουργικού συμβουλίου και υπέγραψε το διάταγμα της επιστράτευσης για νύκτα 17 προς 18 Σεπτεμβρίου.
Στις 4 Οκτωβρίου κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Σερβία και η Βουλγαρία, με αφορμή την απόρριψη των όρων του διαβήματος της 3ης Οκτωβρίου 1912 προς την Υψηλή Πύλη, η οποία καθυστερώντας να απαντήσει στην ελληνική ρηματική διακοίνωση της 30ής Σεπτεμβρίου και μη αντιδρώντας στην είσοδο Κρητών βουλευτών την 1η Οκτωβρίου στην Ελληνική Βουλή, προσπάθησε τουλάχιστον να επιτύχει την ουδετερότητα της χώρας μας.
Τελικά την 5η Οκτωβρίου ο Έλληνας Πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη επέδωσε την ανακοίνωση κηρύξεως του πολέμου στο Οθωμανικό Υπουργείο Εξωτερικών, ενώ στις 1300 ώρα απέπλευσε αμέσως από τον Φαληρικό όρμο ο Στόλος του Αιγαίου με 28 πλοία συνολικά και το επίτακτο ατμόπλοιο Πηνειός, με διλοχία του 20ού Συντάγματος. Επικεφαλής τέθηκε ο Αρχηγός του Στόλου Υποναύαρχος Κουντουριώτης, ο οποίος επέβαινε επί του θωρηκτού «Αβέρωφ».
Παράλληλα με την ταχύτατη προέλαση των χερσαίων στρατευμάτων στην ηπειρωτική Ελλάδα, ο Στόλος στις 8 Οκτωβρίου απελευθερώνει χωρίς ουσιαστική αντίσταση τη Λήμνο, εγκαθιστά προχωρημένη ναυτική βάση στο Μούδρο και εξασφαλίζει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Στις 18 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Ίμβρος, στις 19 Οκτωβρίου η Σαμοθράκη, στις 21 Οκτωβρίου τα Ψαρά, στις 24 Οκτωβρίου η Τένεδος και στις 4 Νοεμβρίου η Ικαρία. Έτσι, εξασφαλίζεται ο απόλυτος έλεγχος στο Αιγαίο, φράσσονται με μόνιμη ναυτική περιπολία τα Στενά του Ελλησπόντου, εγκλωβίζεται ο Οθωμανικός Στόλος και απαγορεύεται η μεταφορά ενισχύσεων στο μέτωπο της Μακεδονίας. Απομένουν μόνο υπό οθωμανική κατοχή η Λέσβος και η Χίος.
Εν τω μεταξύ οι χερσαίες επιχειρήσεις εξελίσσονται ευνοϊκά και μετά την απελευθέρωση της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας στις 26 Οκτωβρίου απελευθερώνεται η Θεσσαλονίκη. Η Βουλγαρία, αποτυγχάνοντας να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, επιχειρεί απελευθέρωση-κατάληψη του Αγίου Όρους, και δύναμη 35.000 ανδρών, με επικεφαλής τον Στρατηγό Θοεδωρώφ, προελαύνει τέλη Οκτωβρίου προς Χαλκιδική. Η ελληνική κυβέρνηση διατάσσει αμέσως τον Στόλο να καταλάβει το Άγιον Όρος (τη νύκτα 1 προς 2 Νοεμβρίου). Μοίρα του Στόλου αποτελούμενη από το «Αβέρωφ», το Α/Τ «Θύελλα» και τα ανιχνευτικά «Ιέραξ» και «Πάνθηρ», με μικρά ναυτικά αγήματα, πλέει με τη μέγιστη ταχύτητα προς Άγιον Όρος. Πρώτη φθάνει η «Θύελλα» την 3η Νοεμβρίου και ώρα 0800 στη Δάφνη και αποβιβάζει το μικρό άγημα το οποίο κινείται αμέσως προς Καρυές. Τα βουλγαρικά στρατεύματα ειδοποιήθηκαν από τη Μονή Ζωγράφου για τις εξελίξεις και ανέκοψαν την προέλαση. Έτσι, αποφεύχθηκε ο εκσλαβισμός του Αγίου Όρους.
Συγχρόνως τα βουλγαρικά στρατεύματα προέλασαν ταχύτατα προς Κωνσταντινούπολη και μέσα Οκτωβρίου έφθασαν μέχρι την Τσατάλτζα (Çatalca). Τούτο θορύβησε την ελληνική κυβέρνηση και στις 16 Οκτωβρίου το Υπουργείο Ναυτικών ζήτησε με σήμα τη συλλογή πληροφοριών για τις εχθρικές δυνάμεις στη χερσόνησο Καλλιπόλεως και στις νήσους Λέσβο και Χίο.[7] Την 20ή Οκτωβρίου το Υπουργείο επαναλαμβάνει τις προθέσεις του για αποβατική ενέργεια προς Καλλίπολη, ενημερώνει τον Ναύαρχο ότι η φρουρά της ευρωπαϊκής ακτής των Δαρδανελίων αποτελείται από τρία τάγματα πεζικού χωρίς πυροβολικό, ζητά πληροφορίες για Λέσβο-Χίο και καταλήγει «Η επιχείρησις καταλήψεως Νήσων εκτελεσθήσεται άνευ απωλείας χρόνου, παρασκευαζομένης άμα εκβιάσεως Δαρδανελλίων, ήτις ανάγκη τελεσθή εντός ερχομένης εβδομάδος, διότι πόλεμος λήγει ταχέως, ένεκα προελάσεως ορμητικής Βουλγάρων προς Τσατάλτζαν, νικούντων κατά κράτος στρατόν Ναζήμ Πασσά».
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι στις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να εμπλακούν οι ελληνικές δυνάμεις σε επιχείρηση υπεράνω των δυνατοτήτων των, η οποία απαιτούσε κατάλληλες και ειδικά εφοδιασμένες και εκπαιδευμένες δυνάμεις και έθετε σε δεύτερη προτεραιότητα τα νησιά Λέσβο και Χίο. Ευτυχώς η σωφροσύνη του Ναυάρχου Κουντουριώτη και οι εξελίξεις άλλαξαν τα σχέδια και αποφεύχθηκε μια άσκοπη πολεμική περιπέτεια, διότι ήταν σίγουρο ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας δεν θα επέτρεπαν, όπως και έγινε, να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και να καταλυθεί πλήρως το οθωμανικό κράτος. Την 21ηΟκτωβρίου απαντά ο Αρχηγός του Στόλου στο Υπουργείο ότι «Επί του παρόντος λόγω κακών καιρικών συνθηκών αδυνατεί συλλέξει πληροφορίες για Καλλίπολη, Λέσβο και Χίο, επιχείρηση προς Καλλίπολη είναι επικίνδυνος και απαιτεί τουλάχιστον 6.000 εκπαιδευμένους άνδρες και αποβατικά μέσα, για δε Λέσβο και Χίο επαρκεί δύναμις 2.000 ανδρών συμπεριλαμβανομένου του ναυτικού αγήματος 600 ανδρών». Στο τηλεγράφημα του Ναυάρχου απαντά αυθημερόν το Υπουργείο και ενημερώνει, με βάση λανθασμένες πληροφορίες, ότι η φρουρά της Χίου αποτελείται από 520 άνδρες (εκ των οποίων οι 120 είναι χριστιανοί) και 4 ορειβατικά πυροβόλα, διατάσσοντας παράλληλα την κατάληψή της με το ναυτικό άγημα και τη διλοχία Κονταράτου.
Την 22α Οκτωβρίου διατάσσονται τα πλοία «Σφενδόνη» και «Λόγχη» να περιπλεύσουν αντίστοιχα Χίο και Λέσβο για συλλογή πληροφοριών. Τη νύκτα 22/23 Οκτωβρίου, στο δίαυλο Λέσβου-Μικρασιατικών παραλίων, η «Λόγχη» συνάντησε ένα τρεχαντήρι, στο οποίο επιβίβασε έναν Μυτιληνιό που είχε παραλάβει από το Μούδρο και το ρυμούλκησε μέχρι το μέσον του νότιου λιμένα χωρίς να γίνει αντιληπτή. Την επομένη περί τα μεσάνυχτα παρέλαβε τον πληροφοριοδότη από ερημική ακτή και επέστεψε στο Μούδρο.
Στις 2 Νοεμβρίου ο Στόλος διαβιβάζει τις πληροφορίες στο Υπουργείο, και για τη Λέσβο αναφέρει ότι η φρουρά αποτελείται από 1.400 άνδρες, εκ των οποίων οι 300 είναι χριστιανοί και ότι οι πολιτικές Αρχές δεν θα είχαν αντίρρηση να παραδώσουν τη νήσο, αλλά ο στρατιωτικός διοικητής θα προβάλλει κατά πάσα πιθανότητα αντίσταση στην ύπαιθρο.[8]
Ο Αρχηγός του Στόλου είχε διαρκώς στη σκέψη του τον Οθωμανικό Στόλο, ο οποίος αποτελούσε τον κύριο αντικειμενικό σκοπό, και πράγματι οι εξελίξεις τον δικαίωσαν, διότι τούτος έπλευσε στην Προποντίδα για να αναχαιτίσει με ναυτικό πυροβολικό και ναυτικά αγήματα, όπως και έπραξε, τα βουλγαρικά στρατεύματα.
Παράλληλα, η επί ολίγον οπισθοχώρηση της V Μεραρχίας στη Κοζάνη και η ανάγκη ενίσχυσης του μετώπου άλλαξαν τα σχέδια, ματαιώθηκε ο σχεδιασμός για απόβαση στη Καλλίπολη, αναβλήθηκε η κατάληψη της Χίου και διατάχθηκε, στις 25 Οκτωβρίου, να μείνει ο Στόλος συγκεντρωμένος στο Μούδρο. Την 26η Οκτωβρίου, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, φθάνουν πληροφορίες περί πιθανής ενέργειας του Τουρκικού Στόλου για κατάληψη της Σμύρνης και προς τούτο εκδίδεται λεπτομερής διαταγή επιχειρήσεων του Στόλου στο Αιγαίο, στην οποία φαίνεται το επιθετικό πνεύμα του Ναυάρχου, ο οποίος αναφέρει: «Γνωρίζομεν επομένως υμίν ότι η ενέργεια του ημετέρου Στόλου έσεται σθεναρώς επιθετική».[9]
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στη νήσο είχε επιδεινωθεί, ο πολιτικός Διοικητής (Mutassarıf) Ali Faik Ozansoy[10] από την 20ή Σεπτεμβρίου 1909, πιστός στην πολιτική του κομιτάτου, προσπάθησε να επαναφέρει την αποκλειστική χρήση της οθωμανικής γλώσσας στα επίσημα έγγραφα, και οι μουσουλμάνοι, με την ανοχή της στρατοχωροφυλακής, άρχισαν βίαια επεισόδια σε Πηγή, Πολυχνίτο κ.λπ. Οι Δεσποτάδες και οι Δημογεροντίες διαμαρτυρήθηκαν στις τοπικές Αρχές και στην Κωνσταντινούπολη.[11]
Στις 30 Αυγούστου διορίστηκε για δεύτερη φορά Βαλής (Νομάρχης) του Αρχιπελάγους, με έδρα τη Μυτιλήνη (Cezair-i Bahr-i Sefid Valiliği), ο ποιητής και συγγραφέας Αλί Εκρέμ Μπολαγίρ (Αli Ekrem Bolayır), γιος του μεγάλου Τούρκου ποιητή και Διοικητή της Λέσβου από το 1879/84 Ναμίκ Κεμάλ (Namik Kemal). O Εκρέμ έφθασε στη Μυτιλήνη στις 19 Σεπτεμβρίου 1912 και γέμισε ελπίδα τους κατοίκους, αφενός λόγω της καλής εμπειρίας από την πρώτη περίοδο (1906/09) που ήταν Μουτασαρίφης και αφετέρου λόγω της θητείας του επί 18 χρόνια στη γραμματεία της Υψηλής Πύλης. Θεωρείτο προσκείμενος στον Σουλτάνο και άρα αντίθετος στο Κομιτάτο, καίτοι είχε γράψει ποιήματα υπέρ αυτού. Μαζί με τον Φαίκ ήταν μέλη του φιλολογικού περιοδικού Servet-i Fünun (ο πλούτος των τεχνών), από το οποίο το 1900 ο Εκρέμ αποχώρησε μετά από ένα κριτικό δημοσίευμα. Αρχές του 20ού αιώνα στη Κωνσταντινούπολη είχε δημιουργηθεί χάσμα στη τάξη των λόγιων και μορφωμένων Οθωμανών, οι οποίοι επιθυμούσαν το τέλος μεν της απολυταρχικής περιόδου του Αμπτουλχαμίτ, αλλά διαφωνούσαν με τις ιδέες του Κομιτάτου και πράγματι είχαν δίκιο, με βάση τις μελλοντικές εξελίξεις (διώξεις και σφαγιασμοί μειονοτήτων, εμπλοκή στρατού στη πολιτική και τελικά διάλυση της αυτοκρατορίας).Τέτοια ήταν η αντιπάθεια του Φαίκ προς τον Εκρέμ που αν και ήταν άμεσα προϊστάμενός του πέρασαν τρεις ημέρες για να τον επισκεφθεί.[12]
Η επικρατούσα κατάσταση στην πλευρά των κατακτητών ήταν πολύ άσχημη και αντανακλούσε τη γενική αδυναμία στην όποια είχε περιέλθει η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία. Ο πολιτικός Διοικητής του Σαντζακίου της Λέσβου Φαίκ Αλί Μπέη ( Faik Ali Bey) ήλθε σε ρήξη με τον Διοικητή του τάγματος στρατοχωροφυλακής (Jandarma) Ταγματάρχη Εκρέμ και μετά από ενέργειες στην Πόλη και με τη βοήθεια του τοπικού ελληνικού Τύπου πέτυχε την απομάκρυνσή του και τη μετάθεση στα Γιάννενα, Διοικητής δε του τάγματος ορίστηκε ο Λοχαγός Εμίν Εφέντη. Ο επικεφαλής του Αρχιπελάγους, πολιτικός Διοικητής Αλή Εκρέμ, επηρεασμένος προφανώς από το Σύνταγμα που είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος κάτω από την πίεση των Νεότουρκων, ασχολείτο με τη δημιουργία νέας συνοικίας στη περιοχή του Κάστρου με την επωνυμία Meşrutiyet (Σύνταγμα).
Ο Τούρκος συγγραφέας İdris Bostan αναφέρει στο βιβλίο του Ημερολόγιο Κατάληψης της Μυτιλήνης – 1912 ότι υπήρχαν διαφορές μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών Αρχών στη Λέσβο, οι οποίες αποδεικνύουν την έλλειψη ενημέρωσης και πληροφόρησης για τον επερχόμενο κίνδυνο, παρουσιάζει δε ως παράδειγμα την προαναφερθείσα απομάκρυνση του Διοικητού του τάγματος στρατοχωροφυλακής Ταγματάρχη Εκρέμ και την αδράνεια του Μουτασαρίφη Αλί Εκρέμ Μπολαγίρ. Αντίθετα επισημαίνει την ανησυχία του απελθόντα Μουτασαρίφη Φαίκ Αλί, ο οποίος βλέποντας τις κινήσεις, από τον Ιούνιο του 1912, του Ελληνικού Ναυτικού στο Αιγαίο προσπάθησε με συνεχή τηλεγραφήματα να παρακινήσει το ενδιαφέρον του Οθωμανικού Ναυτικού και να εξέλθει των Στενών. Όταν δε άρχισε η χωρίς ουσιαστική αντίσταση απελευθέρωση των νησιών από το Ελληνικό Ναυτικό, η Μεραρχία της Σμύρνης αντί να ενισχύσει τα υπόλοιπα νησιά απέσυρε δυνάμεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κακής διοίκησης ήταν το γεγονός που συνέβηκε μετά την απελευθέρωση της Λήμνου κατά το οποίο ο έπαρχος της Ίμβρου Λουτφί (lütfi), αντιλαμβανόμενος ότι επίκειται κατάληψη του νησιού, ζήτησε από τον Βαλή Εκρέμ την άδεια, ο οποίος την έδωσε, και μαζί με τμήμα χωροφυλακής, υπαλλήλους με τις οικογένειες, έγγραφα και τα χρήματα του Επαρχείου πέρασε στις 26 Οκτωβρίου απέναντι στο Seddülbahir (στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Καλλίπολης).
Η αστάθεια που επικρατούσε στην οθωμανική κρατική μηχανή φάνηκε και στο θέμα του Μουτασαρίφη της Μυτιλήνης. Τέλη Οκτωβρίου 1912, ενώ υπήρχε από το 1909 στη θέση του Μουτασαρίφη ο Φαίκ, πιθανόν κατόπιν παρασκηνιακών ενεργειών του Βαλή Εκρέμ, αφενός λόγω των κακών σχέσεων μαζί του και αφετέρου λόγω διαφορετικής πολιτικής φιλοσοφίας, στο Υπουργείο Στρατιωτικών (αναρμόδιο για το θέμα) έγινε σύσκεψη για διορισμό Μουτασαρίφη στη Μυτιλήνη ή για υπαγωγή των πολιτικών και οικονομικών Αρχών του νησιού στη στρατιωτική διοίκηση. Τελικά αποφασίστηκε να διοριστεί ως αντικαταστάτης του Μουτασαρίφη ο Ταγματάρχης Γκανί, στην πράξη όμως, πιθανόν από αντίδραση των Ελλήνων και μωαμεθανών δημογερόντων και του Βαλή Εκρέμ, ανέλαβε Μουτασαρίφης, στις 20 Οκτωβρίου 1912, ο αρμενικής καταγωγής Μυτιληνιός Εράμ Μπέη.
Ο Τούρκος συγγραφέας καυτηριάζει την απραξία των διοικούντων τα νησιά του Αιγαίου, οι οποίοι στην ουσία προετοίμαζαν την αναχώρησή τους, όπως έγινε και στην Ίμβρο. Αποτελεί πάγια πρακτική σε πολεμική περίοδο, προς αποφυγή της καταστροφής των κρατικών αρχείων να λαμβάνονται σχετικά μέτρα. Έτσι, ο Μουτασαρίφης της Χίου Φειζί (Feyzi), στις 15 Μαΐου 1912, στέλνει τηλεγράφημα και ενημερώνει ότι πλην των καθημερινών βιβλίων, όλο το αρχείο μεταφέρθηκε στο Τσεσμέ. Σκόπιμα ο Τούρκος συγγραφέας συσχετίζει τις ενέργειες των Τούρκων διοικούντων σε σχέση με την επικείμενη απελευθέρωση των νησιών από το Ελληνικό Ναυτικό και αποσιωπά ότι ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος και οι φήμες-πληροφορίες ανέφεραν ότι υπήρχε πρόθεση των Ιταλών για κατάληψη όλων των νησιών του Αιγαίου, γεγονός που ανάγκασε την οθωμανική στρατιωτική διοίκηση να ενισχύσει τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο, παρά το ειδικό καθεστώς αυτονομίας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου που είχε κερδίσει με την επανάστασή της.
Είναι γεγονός ότι στη Λέσβο, αφενός λόγω της απόστασης από την Ηπειρωτική Ελλάδα και αφετέρου της πολιτικής των δημογερόντων και της Εκκλησίας, οι οποίοι φοβούνταν τα αντίποινα, δεν εκδηλώθηκαν σοβαρές επαναστατικές προσπάθειες, σε αντίθεση με τη Σάμο. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι Λέσβιοι εκτός νήσου οι οποίοι οργάνωσαν αρχικά στην Αμερική τη Λεσβιακή φάλαγγα και ήλθαν να βοηθήσουν, υπό τη διοίκηση του Λοχαγού Δρίτσα και στη συνέχεια οι Λέσβιοι της Αθήνας οργάνωσαν ένα αντάρτικο σώμα, το οποίο έφθασε με πλοίο ανοικτά του Πλωμαρίου, έβγαλε έναν αντάρτη στη Μιλήντα και ζήτησε από τους Πλωμαρίτες βοήθεια για απόβαση και περαιτέρω δράση. Οι δημογέροντες, φοβούμενοι αντίποινα, απάντησαν ότι θα εμπλακούν μόνον εάν η επιχείρηση υποστηριζόταν από πολεμικά πλοία· έτσι το πλοίο αποχώρησε.
Ενώ ήδη είχε αρχίσει η νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ήπειρο και τη Μακεδονία και το Ελληνικό Ναυτικό, με επικεφαλής τον Ναύαρχο Κουντουριώτη επί του Θωρηκτού «Αβέρωφ», κυριαρχούσε στο Αιγαίο και η απελευθέρωση άρχισε να γίνεται επικείμενη, στη Μυτιλήνη οι ξένοι πρόξενοι ήθελαν να παίξουν ρόλο μεσολαβητή και οι θρησκευτικοί ηγέτες, Μητροπολίτης Κύριλλος και Μουφτής, συνιστούσαν στα ποίμνια τους ψυχραιμία και εμπιστοσύνη προς την άλλη πλευρά.
Καθώς πλησίαζε το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας, άρχισαν στη Λέσβο να αναπτύσσουν δραστηριότητα και διάφοροι προύχοντες της Μυτιλήνης και του Πλωμαρίου με σημαντικότερη αυτή του εμπόρου Θρ. Μελανδρινού και του Πρωτοσύγκελλου Μυτιλήνης Βασιλείου. Γίνονταν συναντήσεις και στάλθηκαν από τον Μελανδρινό επτά συνολικά επιστολές στην Αθήνα (Πρωθυπουργό και Υπουργό Ναυτικών) και στον Ναύαρχο Κουντουριώτη, αρχής γενομένης από 22 Οκτωβρίου 1912,[13] στις οποίες παρατίθεντο πληροφορίες και γίνονταν εκκλήσεις για απελευθέρωση του νησιού. Όπως αναφέρεται στο 10οΚεφ. της Ιστορίας του Πολεμικού Ναυτικού[14], από 19 Οκτωβρίου διεξάγονταν συνεννοήσεις μεταξύ Ναυάρχου και Υπουργείου για την απελευθέρωση Λέσβου-Χίου, και η κυβέρνηση έφθασε στην τελική απόφαση αφού συγκεντρώθηκαν και διασταυρώθηκαν αξιόπιστες πληροφορίες περί των δυνάμεων κατοχής στα δύο νησιά, οι οποίες διαβιβάστηκαν στο Υπουργείο, στις 2 Νοεμβρίου. Ματαιώθηκε η λίαν παράτολμη και επικίνδυνη επιχείρηση προς Καλλίπολη, και το σημαντικότερο, σταθεροποιήθηκε το μέτωπο της V Μεραρχίας στην Κοζάνη και έτσι κατέστη δυνατή η διάθεση ενίσχυσης ενός τάγματος από τα έμπεδα. Με δεδομένο ότι το Υπουργείο ανέστειλε την από 21 Οκτωβρίου διαταγή του περί απελευθερώσεως πρώτα της Χίου, στις 4 Νοεμβρίου, τηλεγραφεί ο Στόλος στο Υπουργείο και αναφέρει ότι «Κάτοικοι Λέσβου δια επανειλημμένων επιτροπών και αποστολών ζητούσι μετάβασιν στόλου […]». Στις 6 Νοεμβρίου απαντά το Υπουργείο: «Απεφασίσθη κατάληψις Λέσβου και Χίου, ζητηθεί παρά Διαδόχου ενίσχισις […]. Άμα παροχή ενισχύσεως, γεννήσεται αποστολή ταύτης εις Λέσβον […]. Ελπίζομεν αύριον δοθή ενίσχυσις […]. Εν πάση περιπτώση, ετοιμάσατε τρεις λόχους αγήματος Δεμέστιχα, Κορμούλη και Χορν και έστε έτοιμος όπως πρωίαν Τετάρτης (7 Νοε) εμφανισθείτε ενώπιον Λέσβου και ενεργήσετε […]».
Με μεταγενέστερο τηλεγράφημα, το Υπουργείο αναφέρει: «Άμα λήψη απαντήσεως Διαδόχου θέλομε διαγράψει ημετέρα Πειραιά ενέργεια». Παρατηρούμε παλινωδίες στις διαταγές του Υπουργείου Ναυτικών, κυρίως λόγω διαφορετικής εκτιμήσεως μεταξύ Στόλου και Υπουργείου περί των αναγκαίων δυνάμεων για ενέργεια προς Λέσβο. Ο Ναύαρχος επηρεασμένος από τις εκκλήσεις των κατοίκων της Λέσβου θεωρούσε αρκετό το άγημα ναυτικού (600 άνδρες). Ευτυχώς το Υπουργείο δεν παρασύρθηκε και το μεσημέρι της 7ηςΝοεμβρίου τηλεγραφεί: «Υπενθυμίζομε διαταγή μας με αριθμό 1381 προς κατάληψη Λέσβου. Προς εκτέλεση διαταγής ημών καίτοι θεωρείτε με αναφορές σας 438 και 708 ημετέρα δύναμη αγήματος αρκετή αποστέλλομε έτι τάγμα πεζικού υπό ταγματάρχη Μανουσάκη […] συνιστώμεν εκλογή περιοχής απόβασης τείνουσαν εις κατάληψιν πόλεως […] άμα θεωρήτε συντείνον προς επιτυχίαν επιχειρήσεως ενεργήσατε κατάληψιν της πόλεως προ αφίξεως της ενισχύσεως». Φαίνεται καθαρά η διχογνωμία μεταξύ Ναυάρχου και Υπουργείου και ευτυχώς δεν επικράτησε ο ενθουσιασμός, διότι οι εξελίξεις έδειξαν ότι και το τάγμα του Μανουσάκη ήταν λίγο για πλήρη απελευθέρωση της νήσου, όπως θα δούμε παρακάτω.
Απελευθέρωση της Λέσβου
Εν τω μεταξύ στον ναύσταθμο στη Λήμνο επικρατούσε οργασμός: Παράλληλα με την απελευθέρωση της Ικαρίας (6 Νοεμβρίου), διατάχθηκαν τα επίτακτα «Πέλοψ» και «Κρήτη» να καταπλεύσουν σε Δάφνη και Θάσο αντίστοιχα και να παραλάβουν τα ευρισκόμενα τμήματα ναυτικού αγήματος. Επίσης, από Ίμβρο, Λήμνο και Σαμοθράκη συγκεντρώθηκαν άνδρες και μαζί με τους 250 που έφθασαν από Πειραιά με το επίτακτο «Φρόσω» οργανώθηκε ναυτικό άγημα συνολικής δύναμης 600 ανδρών (δύο λόχοι) υπό τον Υποπλοίαρχο Μελά, το οποίο ενισχύθηκε με 2 αποβατικά πυροβόλα και 2 πολυβόλα «Μαξίμ» του «Αβέρωφ».
Την ίδια ημέρα (6 Νοεμβρίου) παρουσιάστηκε στο Α/Τ «Δόξα» στην Τένεδο ιδιώτης από το Πλωμάρι και ρώτησε για το ιστιοφόρο που επρόκειτο να μεταφέρει όπλα στη Λέσβο (παρέμεινε με τη λέμβο του επί ημέρες στο στενό Χίου-Ψαρών για να οδηγήσει το ιστιοφόρο). Από το επεισόδιο τούτο φαίνεται η έλλειψη συντονισμού των διαφόρων φορέων που ενεπλάκησαν στις προετοιμασίες για την απελευθέρωση. Τελικά, αφού ενημερώθηκε ο Κουντουριώτης, διέταξε τη «Δόξα» να επιβιβάσει τον ιδιώτη και να τον αποβιβάσει στη Παναγιούδα για να ενημερώσει τον Μητροπολίτη, όπως και έγινε τη νύκτα 6 προς 7 Νοεμβρίου. Ο ιδιώτης βρήκε και ενημέρωσε στη Μητρόπολη τον Πρωτοσύγκελλο Βασίλειο, ότι την επόμενη ημέρα ο Στόλος θα απελευθερώσει τη Λέσβο.[15]
Το Υπουργείο ενημέρωσε τον Στόλο ότι τα επίτακτα «Ισμήνη» και «Καλουτάς» μεταφέροντα το Τάγμα του Μανουσάκη (15 αξιωματικοί και 1019 οπλίτες) μαζί με το Α/Τ «Νέα Γενεά» (πρώτη φορά μετείχε σε επιχειρήσεις) θα αποπλεύσουν από Πειραιά τη νύκτα της 6/7 Νοεμβρίου και κινούμενα με ταχύτητα 8-10 κόμβων θα συναντούσαν τον Στόλο ανοικτά της Μυτιλήνης. Αμέσως ο Ναύαρχος διέταξε το Α/Τ «Βέλος» να παραλάβει δύο ντόπιους για οδηγούς των αποβατικών στρατευμάτων και να πλεύσει για να συναντήσει εν πλω το Τάγμα. Επισημαίνεται ότι το Υπουργείο, βασιζόμενο σε πληροφορίες ότι ένας Χίος λαθρέμπορος ονομαζόμενος Αντώνης Αγγελινός είχε προσληφθεί από το Οθωμανικό Ναυτικό και επιβαίνοντας σε πολεμικό πλοίο, όμοιο με τα νεοεισερχόμενα στον Στόλο «Κεραυνό» και «Νέα Γενεά», θα προσπαθούσε να εμβολίσει το «Αβέρωφ», είχε δώσει αυστηρές διαταγές για βύθιση παρόμοιου πλοίου που θα κινείτο ύποπτα στην περιοχή.
Στις 7 Νοεμβρίου επιβιβάστηκε το άγημα στο επίτακτο «Πέλοψ», και στο «Αβέρωφ», ολοκληρώθηκαν οι προετοιμασίες, και δόθηκε εντολή να αποπλεύσει ο Στόλος στις 1700 ώρα, αλλά βλάβη στο πηδάλιο του θωρηκτού «Σπέτσες» επέτρεψε να αρχίσει ο απόπλους στις 1900. Αφού εξήλθε από το Μούδρο, ο Στόλος (11 πλοία και μαζί με το «Βέλος» συνολικά 12) έλαβε διάταξη μάχης και κάτω από το φως του φεγγαριού και με πλήρη νηνεμία έπλεε προς Λέσβο. Παράλληλα, ο Ναύαρχος τηλεγραφούσε στο Α/Τ «Λέοντα» που ήταν επικεφαλής των ανιχνευτικών που περιπολούσαν έξω από τα Στενά, να έχει την προσοχή του για πιθανή απόπειρα εξόδου του Τουρκικού Στόλου από τα Στενά, γεγονός που θα ματαίωνε, άγνωστο για πόσο χρονικό διάστημα, την απελευθέρωση των τελευταίων υπόδουλων νησιών του Αιγαίου.
Στις 0300 της 8ης Νοεμβρίου ο Στόλος σε πλήρη τάξη έπλεε ανοικτά της Ερεσού και γύρω στις 0600, αφού περιέπλευσε το νότιο άκρο της χερσονήσου της Αμαλής, άρχισαν να φαίνονται αμυδρά στο φως που ερχόταν από την Ανατολή τα κτίρια της πόλης. Οι Τούρκοι φρουροί στο κάστρο, λίγο πριν το πρώτο εζάνι (πρώτη προσευχή με το πρώτο φως), ζαλισμένοι από το ραμαζάνι, μόλις αντίκρισαν στο βάθος τις φιγούρες των ελληνικών πλοίων ειδοποίησαν τον Ταγματάρχη Γκανί και τον Βαλή Εκρέμ και ο μεν πρώτος διέταξε να αρχίσει η μεταφορά των υλικών και πυρομαχικών στο Κλαπάδο, ο δε δεύτερος κάλεσε αμέσως στο σπίτι του τις Αρχές, τους προξένους των ξένων κρατών και τον Ταγματάρχη Γκανί, για να συσκεφθούν. Αμέσως διαπιστώθηκε ότι σχεδόν όλοι οι επικεφαλής των τουρκικών Αρχών και οι πρόκριτοι μουσουλμάνοι, πλην του στρατιωτικού διοικητή, συμφωνούσαν για την αναίμακτη παράδοση της πόλης.
Λίγο πριν την 0800 πρωινή ο Στόλος, οποίος είχε ενωθεί με τα σκάφη που μετέφεραν το Τάγμα Μανουσάκη, έριχνε άγκυρα ανοικτά του νότιου λιμένα, ενώ το θωρηκτό «Ψαρά» στάλθηκε στο βόρειο λιμάνι, για να επιτηρεί την τουρκική συνοικία στην Επάνω Σκάλα και τα Α/Τ «Ιέραξ» και «Ασπίδα» αντίστοιχα στο βόρειο (Μπαμπακαλέ) και νότιο (Αγριλιά) σημείο του διαύλου, για ασφάλεια της επιχείρησης, με δεδομένο ότι στον κόλπο του Αδραμυττίου υπήρχε η τουρκική Κ/Φ «Τραπεζούντα». Οι κάτοικοι της πόλης, που ήταν ήδη ενημερωμένοι, ξεχύθηκαν προς την παραλία με ζητωκραυγές, ανεμίζοντας τις επί χρόνια κρυμμένες στα σεντούκια ελληνικές σημαίες. Το «Βέλος» προχώρησε και αγκυροβόλησε προ του στομίου του λιμένα, και ταυτόχρονα περί την 0800 ώρα κινήθηκε ατμάκατος με λευκή σημαία και τον Ανθυποπλοίαρχο Καραμούζη, για να μεταφέρει τις Αρχές του νησιού στο «Αβέρωφ», κατόπιν πρόσκλησης του Ναυάρχου.
Πράγματι, μετά από λίγο, η ατμάκατος επέστρεψε μαζί με τον Μητροπολίτη Κύριλλο, τον Μουτασαρίφη Εράμ και τον Δήμαρχο Βασιλείου, ενώ οι κάτοικοι με κάθε πλωτό μέσο κατέκλυσαν το λιμάνι, πλέοντες προς τον Στόλο, γεμάτοι χαρά και ενθουσιασμό από το πρωτόγνωρο αίσθημα της ελευθερίας, που τόσα χρόνια είχαν στερηθεί. Ο Ναύαρχος απαίτησε από τον Μουτασαρίφη άμεση παράδοση της πόλης, τούτος ζήτησε προθεσμία 24 ωρών για συνεννοήσεις με τον στρατιωτικό διοικητή και τον Βαλή. Ο Ναύαρχος απέρριψε το αίτημα, έφυγε ο Εράμ και γύρισε μαζί με τον Βαλή Εκρέμ και τους προξένους. Ο Βαλής ζήτησε να επιτραπεί η μεταφορά του Οθωμανικού Στρατού, με αυστροουγγρικό πλοίο, απέναντι και να καταληφθεί αναίμακτα η πόλη. Ο Ναύαρχος αρνήθηκε και ο Εκρέμ ζήτησε προθεσμία 4 ωρών για απομάκρυνση του Οθωμανικού Στρατού στο εσωτερικό της νήσου και τελικά, μετά από τις παρακλήσεις των προξένων και των προκρίτων ο Ναύαρχος συμφώνησε σε δύο ώρες, ενώ ήδη ο Ταγματάρχης Γκανί άρχισε να αποχωρεί από τη Μυτιλήνη.
Η αποβίβαση του ναυτικού αγήματος Μελά (600 άνδρες) και του Τάγματος Μανουσάκη (1.034 άνδρες) άρχισε στις 1130, στην Πετρόσκαλα (σημερινό τελωνείο) και στην Επάνω Σκάλα και ολοκληρώθηκε λίγο πριν την 1400 ώρα. Σε τούτο βοήθησε η διάθεση φορτηγίδων από τους Μουζάλα και Μελανδρινό. Τμήμα υπό το Μελά, λίγο πριν την 1400 ώρα, υπό τους ήχους του εθνικού εμβατηρίου και τους κανονιοβολισμούς των πλοίων, ύψωσε την ελληνική σημαία στο Διοικητήριο, ενώ γύρω ο λαός της Μυτιλήνης ζητωκραύγαζε. Μετά αναγνώσθηκε και τοιχοκολλήθηκε η διαταγή του Ναυάρχου για επιβολή του στρατιωτικού νόμου.
Στη συνέχεια οι τουρκικές πολιτικές αστυνομικές και οικονομικές Αρχές, 103 άτομα συνολικά, παρέμειναν για δέκα ημέρες αποκλεισμένοι στα σπίτια τους, μετά μεταφέρθηκαν στο Μούδρο με πλοίο και στη συνέχεια στον Πειραιά. Ο Νομάρχης Αλή Εκρέμ και μερικοί άλλοι παρέμειναν σε ξενοδοχεία και αφέθηκαν ελεύθεροι στις 19 Δεκεμβρίου 1912. Οι λοιποί μεταφέρθηκαν στην Ιθάκη.
Ο İdris Bostan αναφέρει χαρακτηριστικά ότι ούτε ο Βαλής ούτε ο Μουτασαρίφης ούτε και ο λαός ήταν με το μέρος του Στρατού. Ο Βαλής Εκρέμ αντέδρασε με νωθρότητα, αντίθετα ο Γκανί κάλεσε τον μουσουλμανικό λαό να τον ακολουθήσει, αλλά βρήκε μικρή ανταπόκριση. Τελικά αποχώρησε και μαζί με τον έναν λόχο, 20 χωροφύλακες και τον Διοικητή του λόχου Hakkı Efendi, σταμάτησαν για λίγο στο Τεκέ μπαίρι (ύψωμα Ουτζά) και παρακολούθησαν όλη την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού. Συνεχίζοντας ο Τούρκος συγγραφέας αναφέρει ότι με την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού, πρώτα καταλήφθηκε το τηλεγραφείο και το λιμεναρχείο, μετά αποχωρώντας ο Τουρκικός Στρατός συγκρούστηκε με τον Ελληνικό και οι βολές πυροβολικού ακουστήκαν στο Αϊβαλή και στο Αδραμύττιο. Είναι προφανές ότι οι βολές ήταν από τα πολεμικά πλοία (χαιρετιστήριες βολές κατά την έπαρση της σημαίας), κατά την 8η Νοεμβρίου δεν υπήρξε επαφή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτών.
Στην πόλη ο άκρατος ενθουσιασμός άρχισε να οδηγεί σε επεισόδια βίας, λόγω του κενού εξουσίας, παράλληλα δε επί του θωρηκτού «Αβέρωφ» διεξαγόταν «τηλεγραφική μάχη» μεταξύ Ναυάρχου και Υπουργείου. Συγκεκριμένα, λειτούργησε και πάλι η προσφιλής μέθοδος της ελληνικής φυλής η «πλάγια οδός» στο θέμα του ορισμού πολιτικού και στρατιωτικού διοικητή. Το Υπουργείο Ναυτικών επιθυμούσε να ορισθεί από τον Ναύαρχο ο Υποπλοίαρχος Μελάς, ενώ ο Ναύαρχος απάντησε ότι αυτό είναι έξω από κάθε στρατιωτική πρακτική και δεοντολογία, διότι ο Ταγματάρχης Μανουσάκης ήταν ανώτερος του Μελά. Το Υπουργείο επιμένοντας τηλεγράφησε να αποβιβασθεί για λίγο κάποιος αντιπλοίαρχος και μετά να αποχωρήσει δίνοντας τη θέση του στον Μελά, ο δε Μανουσάκης να προχωρήσει στο εσωτερικό του νησιού. Ο Ναύαρχος αρνήθηκε, αποβίβασε και τους δύο και ο μεν Μελάς έγινε προσωρινός πολιτικός και στρατιωτικός Διοικητής και με βοηθό τον Καρατζά, υπάλληλο του Υπουργείου Εξωτερικών, εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ο δε Μανουσάκης με το τάγμα του στρατοπέδευσε στα υψώματα της Αγίας Κυριακής (βόρεια της πόλης) χωρίς συγκεκριμένες διαταγές και έτσι δεν προχώρησε στη καταδίωξη του υποχωρούντος και με χαμηλό ηθικό Οθωμανικού Στρατού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του κενού εξουσίας ήταν το παρακάτω περιστατικό που συνέβηκε την επόμενη νύχτα: Γύρω στις 2200, κατά τους συνεχιζόμενους εορτασμούς, ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί και μια φωνή φώναξε «Τούρκοι-Τούρκοι». Αμέσως επικράτησε πανικός, τα καταστήματα έκλειναν, το πλήθος έτρεχε να κρυφθεί και οι αξιωματικοί που βρίσκονταν στην πόλη έσυραν τα ξίφη και προσπαθούσαν να συγκρατήσουν το πλήθος. Ειδοποιήθηκε το εύδρομο «Εσπερία» και έριξε τους προβολείς στα γύρω υψώματα και τελικά τίποτα δεν διαπιστώθηκε. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι οι πυροβολισμοί είχαν ριφθεί από μεθυσμένους ιδιώτες.
Ενώ ολοκληρωνόταν η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού, είχε φθάσει ανοικτά της Μυτιλήνης η Μοίρα Ευδρόμων (επιταχθέντα επιβατικά μεγάλου όγκου, πρόχειρα οπλισθέντα και με ασύρματο και επανδρωθέντα από το προσωπικό της Μοίρας Ιονίου που είχε διαλυθεί), αποτελούμενη από τα «Εσπερία», «Μακεδονία» και το Α/Τ «Κεραυνός», με επικεφαλής τον Πλοίαρχο Δαμιανό, ο οποίος καθυστέρησε να ανταποδώσει τον χαιρετισμό του Ναυάρχου και επιτιμήθηκε προς τούτο, κλήθηκε να εισέλθει στο λιμάνι όπως και έγινε, περί την 1500 ώρα. Ο πλοίαρχος Δαμιανός ανέλαβε να συνεχίσει την επιχείρηση σε Λέσβο και Χίο και ο Στόλος απέπλευσε στις 2000 ώρα, για παροχή συνοδείας σε βουλγαρική ταξιαρχία που επρόκειτο να αποβιβασθεί στην Αλεξανδρούπολη. Λόγω ξαφνικής αλλαγής του καιρού, η πλόα προς βορρά ήταν περιπετειώδης, αυτά δε που υπέφεραν περισσότερο ήταν τα τορπιλοβόλα 12 και 14, τα οποία για να προστατευθούν, κατέφυγαν αντίστοιχα σε Άγιο Γεώργιο Πέτρας και Πλάκα Λήμνου.
Την επόμενη ημέρα (9η Νοεμβρίου), παρά τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, άγημα 80 ανδρών υπό τον Ανθυποπλοίαρχο Δεμέστιχα μετέβη με το «Μακεδονία» στο Πλωμάρι όπου οι κάτοικοι είχαν ήδη πάρει την κατάσταση στα χέρια τους και γιόρταζαν την ελευθερία τους. Συνελήφθησαν οι λίγοι χωροφύλακες, εγκαταστάθηκε πολιτοφυλακή και το άγημα αποχώρησε για να λάβει μέρος στην απελευθέρωση της Χίου.
Τη νύχτα 10 προς 11 Νοεμβρίου το τορπιλοβόλο 14 με κυβερνήτη τον Π. Αργυρόπουλο κινήθηκε με δική του πρωτοβουλία προς όρμο Αϊβαλή και ενήργησε κατά της Κ/Φ «Τραπεζούντα». Οι Τούρκοι, μόλις αντίκρισαν το 14, εγκατέλειψαν το πλοίο και άνοιξαν τις βαλβίδες για αυτοβύθιση και τελικά, αφού βλήθηκε από το ελληνικό πλοίο καθώς αποχωρούσε, ανατινάχθηκε.
Η επιχείρηση αυτή, καίτοι δεν υπήρχε σαφής διαταγή, αποτελεί παράδειγμα της ανάληψης πρωτοβουλίας, που όταν στέφεται με επιτυχία, την επικροτούν όλοι, και σε αντίθετη περίπτωση, ο διοικητής που είχε αναλάβει την πρωτοβουλία οδηγείται στο στρατοδικείο.
Διάστημα αναμονής μέχρι την πλήρη απελευθέρωση
Όπως προαναφέρθηκε, η επιμονή του Υπουργείου να ορίσει τον Υποπλοίαρχο Μελά μεταβατικό κυβερνήτη και η απραξία του Τάγματος Μανουσάκη σε θέματα ασφαλείας και μάλιστα σε ιδιάζουσες συνθήκες και με ισχύοντα τον στρατιωτικό νόμο είχε δυσμενή αποτελέσματα, λόγω της ανεξέλεγκτης δράσης διαφόρων τμημάτων εθελοντών.
Στην «Ιστορία του Ναυτικού Πολέμου – 1914», Εφημ. Σκριπτ, αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Μετά τον εκ Μυτιλήνης απόπλουν και της Μοίρας των Ευδρόμων, ής προίστατο αξιωματικός ανώτερος πάντων των εν τη νήσω Λέσβω αποβιβασθέντων η δημιουργηθείσα κατάστασις πλήρους απραξίας, ένεκα της ελλείψεως αρχηγού, παρετάθη επί είκοσιν όλας ημέρας […]. Εν τοσούτω την ύπαιθρον χώραν, ένθα ούτε τα ημέτερα στρατεύματα ή αγήματα κατοχής είχον προελάσει, ούτε ο αποσυρθείς στα βόρεια μέρη της νήσου τουρκικός στρατός έδρα, ελυμαίνετο ήδη η αναρχία. Μικρά σώματα ανταρτών οπλισθέντων υπό του στρατιωτικού και πολιτικού διοικητού Μελά περιήρχοντο τα ουχί άπορα της Λέσβου χωρία […] διασάλευσαν σε τέτοιο βαθμό την δημοσίαν τάξιν προκαλέσαντα την δυσφορίαν των κατοίκων […]».
Η δυσφορία που δημιουργήθηκε από τα βίαια και παράνομα επεισόδια κατά των μουσουλμάνων κατοίκων της νήσου έφθασε μέχρι την Αθήνα και τον Μούδρο και αναγκάστηκε ο Κουντουριώτης να στείλει πρώτα τον Πλωτάρχη Ζωχιόν από το επιτελείο του και την 28η Νοεμβρίου τον κυβερνήτη του «Κανάρη» και ανέθεσε στον Ταγματάρχη Μανουσάκη τη γενική αρχηγία του στρατεύματος κατοχής και τον διέταξε να απομακρυνθεί από την πόλη και να προελάσει στο εσωτερικό του νησιού. Οι πράξεις βίας των διαφόρων τμημάτων είχαν ως αποτέλεσμα εθελοντές μουσουλμάνοι να ενισχύσουν τον Τουρκικό Στρατό, καίτοι αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν, όταν εγκατέλειπε την πόλη της Μυτιλήνης.[16] Ο πρόξενος της Γαλλίας, Α. Σημαντήρης, στην έκθεσή του με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1912, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Στο διάστημα που μεσολάβησε από την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων μέχρι την αποβίβαση των ελληνικών, το πλήθος λεηλάτησε το Δικαστικό Μέγαρο και το Λιμεναρχείο. Επίσης οι φυλακισμένοι του κοινού ποινικού δικαίου έσπασαν τις πόρτες των φυλακών και δραπέτευσαν. Έγιναν μερικές μικροκλοπές».[17] O İdris Bostan στηρίζει τα αναφερόμενα στο βιβλίο του, στον τουρκικό Τύπο της εποχής σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, ο οποίος περιλαμβάνει κυρίως μαρτυρίες όχι αυτοπτών μαρτύρων, καθόσον η τηλεγραφική επικοινωνία με απέναντι είχε διακοπεί, αλλά στα τηλεγραφήματα που περιλαμβάνονται, κατά τα πρώτα στάδια της απελευθέρωσης, στα πολεμικά ημερολόγια και τις αναφορές τριών αξιωματικών: του Ταγματάρχη Γκανί (Διοικητού), του Λοχαγού Σιντκί (Sıdkı, Διοικητή 1ου Λόχου) και του Λοχαγού Χακί (Hakkı). Τα κυριότερα γεγονότα που συνέβησαν από την αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού μέχρι την πλήρη παράδοση του Οθωμανικού Στρατού (8 Δεκεμβρίου 1912), που εντάσσονται στην κατηγορία των βίαιων επεισοδίων, κατά τον Τούρκο συγγραφέα, είναι τα παρακάτω:
- Η εφημερίδα Σαμπάχ, στις 21 Νοεμβρίου, αναφέρει ότι σε μουσουλμανικό χωριό κοντά στη Μυτιλήνη οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και σφαγιάστηκαν (δεν αναφέρεται το όνομα του χωριού). Στο ίδιο τεύχος αναφέρεται ότι ένας ιδιώτης Atnaş Furtuna (μάλλον Αθανάσιος Φουρτούνας ή Φουρτούνης) διέθεσε 3.000 φράγκα και η Κοινότητα Αλληλοβοήθειας 2.000 φράγκα, για τις ανάγκες του Στρατού.
- Πέραν του τακτικού Ελληνικού Στρατού, δημιούργησαν επεισόδια στο νησί και οι εθελοντές. Η εφημερίδα Tasvir-i Efkar (Περιγραφή Σκέψεων) στις 11 Νοεμβρίου αναφέρει ότι έφθασαν στο νησί με το πλοίο «Ahayeki» (Αχαϊκή) 193 Κρητικοί, Σαμιώτες και Κασιώτες, με επικεφαλής τον Δράκο και 5 παπάδες, που είχαν λάβει μέρος στην επανάσταση στη Σάμο και την επιχείρηση στα Γιάννενα. Αμέσως πήγαν στις φυλακές και ελευθέρωσαν τον Ιερέα Ευγένιο, ο οποίος παραδόθηκε μετά από λίγες ημέρες εκ νέου στις Αρχές.
- Επίσης, σε συνεργασία με ντόπιους, επιτέθηκαν σε τζαμιά, σπάζοντας τζάμια και επιγραφές. Πλην του Γιαλί Τζαμί και του Τσιναρλί Τζαμί, στα υπόλοιπα απαγορεύτηκε η προσευχή και ανακοίνωσαν ότι θα μετατραπούν σε εκκλησίες δίνοντας ονόματα Αγίων.
Με το πρόσχημα του ελέγχου για οπλισμό, οι πολιτοφύλακες εισέρχονταν στα σπίτια μουσουλμάνων και αφαιρούσαν αντικείμενα αξίας, όπως έγινε στο σπίτι του Μουφτή Σακίρ. Επισημαίνεται η προσπάθεια του πρώην Δημάρχου Καβέτσου να προστατέψει τους μουσουλμάνους και πρότεινε στην οικογένεια του Ταγματάρχη Γκανί να πάει στο σπίτι του.
- Το άπλωμα στο έδαφος οθωμανικών σημαιών από τις γυναίκες της Λέσβου, για να περάσει ο Ελληνικός Στρατός, δημιούργησε τέτοια αισθήματα μίσους και αντεκδίκησης, που εκφράστηκαν με το ποίημα Vatanım Diyor ki (Η πατρίδα μου λέει) και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Büyük Duygu (Μεγάλο Συναίσθημα), τον Απρίλιο του 1913. Δυστυχώς, το 1922 έπραξαν το ίδιο οι Τούρκοι στην Τουρκία.
- Ο Λοχαγός Χακί στην αναφορά του μεταξύ των άλλων αναφέρει για βιοπραγίες στην Αγιάσο (κάηκαν ζωντανοί μέσα στο σπίτι τους ένας πριονιστής με την οικογένεια του) και ότι στο ΒΔ. τμήμα του νησιού, που ήταν υπό οθωμανικό έλεγχο, εφαρμόστηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κατά την ανάκριση ενός συλληφθέντος Μυτιληνιού, βρέθηκε πάνω του ανακοίνωση του Δημάρχου Παναγιώτη Βασιλείου που καλούσε τους Μυτιληνιούς να πάρουν τα όπλα.
- Στις 27 Νοεμβρίου κακοποιοί από Πλωμάρι, Αγιάσο και Πολυχνίτο έφθασαν το βράδυ στη σκάλα Μεσοτόπου, ακολούθησε συμπλοκή με τμήμα 200 μουσουλμάνων στρατιωτών και από τους αιχμαλώτους αποκαλύφθηκε εμπλοκή του παπά και του κοινοτάρχη στην παρακίνηση των Μεσοτοπιτών να πάρουν τα όπλα.
- Οι Τούρκοι στρατιώτες κινούμενοι για Μόλυβο, συναντούσαν δολοφονημένους μουσουλμάνους, όπως έγινε και με τον πατέρα του ιμάμη του Γυαλί Τζαμί Χαφίζ Νιγιαζί Εφέντι, τον οποίον έθαψαν γρήγορα, παρακάτω δε συνάντησαν βαριά τραυματισμένη τη γυναίκα του, την οποία ανέβασαν στο άλογο και την μετέφεραν στο Μόλυβο. Εσκεμμένα ο Λοχαγός δεν αναφέρει ότι στην περιοχή διεξάγονταν πολεμικές επιχειρήσεις και δυνατόν από βομβαρδισμούς από πλοία ή πυροβολικό να δημιουργήθηκαν οι παραπάνω απώλειες.
- Επίσης αναφέρεται ότι καταστράφηκαν ολοσχερώς τα μουσουλμανικά χωριά Φίλια, Δάφια, Αρίσβη, Σκαλοχώρι και μερικώς τα χωριά Μπαλτζίκι, Κώμη, Σίγρι και Παράκοιλα.
- Ο Λοχαγός αναφέρει αναλυτικά τις παρακάτω απώλειες του μουσουλμανικού πληθυσμού: Από του εθελοντές Κρητικούς παπάδες σκοτώθηκε ο φημισμένος Χασάν Μπέη από την Κώμη, στην Ερεσσό 27, Σκαλοχώρι 15, Φίλια 9, Κλαπάδος 15, Υψηλομέτωπο 4, Pilye 13, Μεσότοπος 12, Άγρα 5 και Καλλονή 4. Επίσης, κλάπηκαν 3.486 χρυσές λίρες από πλούσιους μουσουλμάνους.
- Πλέον των εθελοντών που έφθασαν στο νησί από την ηπειρωτική Ελλάδα και τους ντόπιους εθελοντές, στα γεγονότα κατά των μουσουλμάνων, σύμφωνα πάντα με τον Τούρκο συγγραφέα İdris Bostan, έλαβαν μέρος και Έλληνες από τη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα δύο από τη Πέργαμο, δύο από το Αϊβαλή, ένας από το Μοσχονήσι, ένας από τη Μενεμένη και ένας από το Δικελί, συνολικά επτά άτομα. Με επικεφαλής το γιο του μάγειρα Μιχάλη, Νικόλα Πετρέλη, που ήταν δάσκαλος στη Λέσβο, οργάνωσαν συμμορία. Μετά τα γεγονότα, από μαρτυρίες μουσουλμάνων της Λέσβου που είχαν περάσει απέναντι, καταδικάστηκαν στο στρατοδικείο που έγινε στη Σμύρνη. Σύμφωνα με τα πρακτικά του στρατοδικείου της 13ης Φεβρουαρίου 1913, οι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν ότι μετέβηκαν στη Μυτιλήνη αλλά αρνήθηκαν ότι συνεργάστηκαν με τον Ελληνικό Στρατό. Τελικά απαγχονίστηκαν με φιρμάνια του Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσάτ (Mehmet Reşad) οι παρακάτω:
- Ο Νικόλας Πετρέλης, για επίθεση κατά της οικογένειας του χαλβατζή Αχμέτ, στις 19 Μαρτίου 1913.
- Ο Παντελής Κασάπογλου, για μετάβαση στη Μυτιλήνη και συμμετοχή στη συμμορία του Παπά, στις 22 Μαρτίου 1913.
- Ο γιος του καπετάνιου Κωνσταντή, Μιχάλης, για συμμετοχή σε ένοπλη συμμορία, στις 5 Απριλίου 1913.
Είναι δύσκολο να επαληθευθούν τα γραφόμενα από τον Τούρκο ιστορικό, γιατί τα πρακτικά των δικών και οι εφημερίδες που αναφέρει σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, είναι σε οθωμανική (αραβική) γραφή. Δεν αποκλείεται όμως εθελοντές, όπως θα δούμε παρακάτω, να ήλθαν και από τη Μικρά Ασία, αφενός γιατί ήταν ένα κράτος με συνεχή επικοινωνία και αφετέρου υπήρχαν και οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ των Ελλήνων που κατοικούσαν στα νησιά και τα παράλια της Μικράς Ασίας.
Ειδικά για το θέμα της συμμετοχής Κρητών εθελοντών σε πράξεις βίας ο Ιωάννης Καραγιάννης στο βιβλίο του με τίτλο Το Φως των Παίδων που εκδόθηκε πιθανόν το 1912 ή 1913 αναφέρει: «Στις 30 Νοεμβρίου ξεκίνησε από Πειραιά, με το ατμόπλοιο «Έλδα» της εταιρείας Αχαϊκή σώμα 200 Κρητών εθελοντών προκειμένου να ενισχύσει την προσπάθεια απελευθέρωσης της Χίου. Στο πλοίο υπήρχαν εφόδια και υλικά του Στρατού για Μυτιλήνη και περί τη δύση του ηλίου της 1ης Δεκεμβρίου φθάσαμε πρώτα στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Οι κάτοικοι μας υποδέχθηκαν θερμά και οι λεμβούχοι μας μετέφεραν στη παραλία χωρίς χρήματα. Στα καφενεία ακούσαμε τις ιστορίες της απελευθέρωσης και για τη φυλάκιση του Κρητικού Ιερέα Ευγένιου Παπανακάκη. Ο Ιερέας λειτουργούσε σε χωριό της Σμύρνης και στις 12 Νοεμβρίου πέρασε ως εθελοντής στη Μυτιλήνη ανέλαβε οπλισμό και πήγε στα χωριά της Γέρας για αφοπλισμό και σύλληψη επικίνδυνων μουσουλμάνων. Επιστέφοντας στη Μυτιλήνη, δύο μουσουλμάνοι προσπάθησαν να δραπετεύσουν, ο Ευγένιος τους πυροβόλησε, και ο Διοικητής Μελάς διέταξε τη φυλάκισή του. Οι αρχηγοί των Κρητών πήγαν στον Μελά για να ζητήσουν την αποφυλάκιση του Ευγένιου, αλλά εν τω μεταξύ τα «παιδιά» πήγαν στη φυλακή και ελευθέρωσαν τον Ευγένιο και τους άλλους Μυτιληνιούς φυλακισμένους. Τον Ευγένιο τον μετέφεραν στο πλοίο, μετά όμως από απαίτηση του αξιωματικού Χρυσάφη, οδηγήθηκε ξανά στη φυλακή και το πλοίο αναχώρησε για Χίο στις 2 Δεκεμβρίου». Το επεισόδιο τούτο επαληθεύει τα αναφερθέντα παραπάνω, ότι η απουσία στιβαρής διοίκησης και η μη εμπλοκή ενός ολόκληρου τάγματος στην τήρηση της τάξης, αφού δεν καταδίωξε τον εχθρό, είναι η κύρια αιτία των επεισοδίων βίας.
Όπως ο πρώην Δήμαρχος Καβέτσος προσπάθησε να προστατέψει τους μουσουλμάνους κατοίκους του νησιού, και άλλοι έπραξαν το ίδιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι, σε ελαιοτριβείο της Καλλονής, αγγλικής ιδιοκτησίας, συγκεντρώθηκαν 300 περίπου μουσουλμάνοι και ζήτησαν βοήθεια από τον Διευθυντή, Μοσγιό Πάπ (Mösyö Pap). Πράγματι αυτός ανταποκρίθηκε. Όταν όμως οι καταφεύγοντες έφθασαν στους 700, ζήτησε οικονομική βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Έναν χρόνο μετά την απελευθέρωση, κατόπιν ενεργειών της Βρετανικής Πρεσβείας στάλθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών στον Διευθυντή του ελαιοτριβείου 200 αγγλικές λίρες, για κάλυψη των εξόδων.
Αν και οι κάτοικοι της Λέσβου υπέφεραν τα μύρια όσα κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης σκλαβιάς, μην ξεχνάμε ότι μετά την κατάληψη, το 1462, έμειναν περί τις 40 χιλ. κάτοικοι στο νησί, ο πολιτισμός και η ψυχοσύνθεση των οποίων δεν δικαιολογούσε τις βιαιότητες κατά αμάχων, αλλά ο μιμητισμός και η παρακίνηση από εγκληματικά στοιχεία, που θέλουν πάντα να παρέχουν κάλυμμα στις παρανομίες τους, εκμεταλλευόμενα τη ψυχολογία του πλήθους και το βασικότερο την απουσία στιβαρής εξουσίας, μετέτρεψαν, σε μερικές περιπτώσεις, τον ενθουσιασμό σε βίαιες πράξεις.
Τελική μάχη στο Κλάπαδο
Κατά την κίνηση των τουρκικών δυνάμεων προς την τελική αμυντική τοποθεσία, παρατηρήθηκε μαζική λιποταξία των χριστιανών στρατιωτών, με αποτέλεσμα να μειωθεί η δύναμή του. Οι εγκαταλείποντες τον Τουρκικό Στρατό εντάσσονταν κυρίως στις τάξεις των εθελοντών, που υποβοηθούσαν τις ελληνικές δυνάμεις, αλλά ενεπλάκησαν και σε επεισόδια βίας.
Κατά τον Λοχαγό Χακί, η τελική δύναμη που παρατάχθηκε στην τοποθεσία Κλαπάδου ήταν 1.314 άνδρες (650 του τακτικού στρατού, 514 των λόχων εφέδρων Μυτιλήνης, Μολύβου, Παρακοίλων και Σιγρίου, και 150 του τάγματος χωροφυλακής). Ήταν εξοπλισμένοι με 800 τυφέκια Μάουζερ και τα υπόλοιπα ήταν τα παλαιά Μάρτιν· δεν διέθεταν πυροβολικό. Η αναφερθείσα παραπάνω δύναμη των 2.250 ανδρών ήταν διαθέσιμη λίγο πριν την 8η Νοεμβρίου, προτού αρχίσουν οι λιποταξίες των μη μουσουλμάνων αλλά και μουσουλμάνων, κυρίως εφέδρων.
Ο Ταγματάρχης Γκανί στην ευρύτερη αμυντική τοποθεσία Παράκοιλα-Υψ. Κλαπάδου-Λεπέτυμνος, διέταξε τις δυνάμεις του όπως παρακάτω:
- Tον 5ο και 6ο Λόχο και τον Λόχο Σιγρίου, στην 1η αμυντική περιοχή εκατέρωθεν του δρόμου Φίλια-Σίγρι μέχρι το πολεμικό στρατηγείο· Διοικητής ο Λοχαγός Χακί
- Τον 7ο Λόχο μαζί με τον Λόχο Μυτιλήνης και τμήμα χωροφυλακής στη 2η αμυντική περιοχή, επί του δρόμου Καλλονή-Μόλυβος· Διοικητής ο Λοχαγός Σειφεντίν (Seyfeddin)
- Πάνω στον δρόμο Στύψη-Πέτρα, 3η αμυντική περιοχή, τον Λόχο Παρακοίλων και τμήμα χωροφυλακής· Διοικητής ο Υπολοχαγός Μπαχρί( Bahri).
Εγκατέστησε προφυλακές μάχης στα υψώματα αλυκών Καλλονής και Στύψης, δυνάμεως διμοιρίας σε κάθε θέση. Επίσης, ανά 60 άνδρες πάνω στον δρόμο Αγία Παρασκεύη-Κώμη με τον Λοχαγό Σιντκί και στον δρόμο Μέσα-Λ. Μύλοι, με τον Υπολοχαγό Χατζί Τζεμίλ, για καθυστέρηση της ελληνικής προέλασης (Γενικές Προφυλακές). Πέρα από τα επιχειρησιακά προβλήματα, το κυριότερο πρόβλημα για τον Ταγματάρχη Γκανί ήταν το χαμηλό ηθικό των στρατιωτών του και η διάσπαση του σώματος των αξιωματικών σε δύο ομάδες, η πρώτη με επικεφαλής τον Διοικητή που ήθελε να πολεμήσει και η δεύτερη με επικεφαλής τον Λοχαγό Μπαχρί που ήθελε να παραδοθεί, λόγω έλλειψης μέσων και εφοδίων. Ο Λοχαγός Χακί στην αναφορά του αναφέρει όλους τους αξιωματικούς και υπαλλήλους, που ήθελαν να παραδοθούν.
Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης, αναχωρώντας από τη Μυτιλήνη, ζήτησε την ταχεία αποστολή ενισχύσεων για εκκαθάριση της νήσου. Πράγματι, από 28 Νοεμβρίου μέχρι 1 Δεκεμβρίου έφθασαν στη Λέσβο, το 2ο Τάγμα του 19ου Συντάγματος της VII Μεραρχίας (21 αξιωματικοί και 1.038 οπλίτες), ένα τμήμα Πεζοναυτών (94 άνδρες), ένας λόχος (210 άνδρες) από εθελοντές Λέσβιους, ένα λόχος (165 άνδρες) από έμπεδο (7ο Σύνταγμα Πεζικού) και μια ορειβατική πυροβολαρχία (6 πυρ-Κρούπ). Νέος Διοικητής ορίσθηκε ο Αντισυνταγματάρχης Συρμακέζης Απολλόδωρος και μαζί του ήλθε και ο επιτελής Λοχαγός Βερνάρδος. Συνολικά οι ελληνικές δυνάμεις ανέρχονταν σε 3.175 άνδρες, από τους οποίους 300 πεζοναύτες εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα. Τα αναφερόμενα στο βιβλίο του İdris Bostan, που ελήφθησαν από την αναφορά του Λοχαγού Χακί για ελληνική δύναμη 4.000 ανδρών και 5.000 εθελοντών Μυτιληνιών, συνολικά 9.000 ανδρών, κρίνονται υπερβολικά, στην προσπάθεια του Λοχαγού να δικαιολογήσει την ήττα.
Ο Διοικητής έφθασε το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου, και το τάγμα το μεσημέρι της 1ης Δεκεμβρίου. Ο Συρμακέζης, αφού επιθεώρησε τα τμήματα στη Μυτιλήνη, έδωσε διαταγή για κίνηση στις 30 Νοεμβρίου για Λ. Μύλους-Θερμή. Στις 2 Δεκεμβρίου εκδόθηκε η πρώτη διαταγή επιχειρήσεων για προέλαση σε δύο κατευθύνσεις:
- Στην αριστερή, όπου και η κύρια προσπάθεια, με το Τάγμα Εμπέδων-Λόχος Λέσβιων-Λόχος Εμπέδου 7ου Συντάγματος και Πυροβολαρχία Κρούπ, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Μανουσάκη
- Στη δεξιά, με το 2ο τάγμα του 19ου Συντάγματος-Ναυτικό άγημα υπό τον Μελά και δύο πυροβόλα ναυτικού, με Διοικητή τον Ταγματάρχη Παυλόπουλο
- Κάλυψη του δεξιού πλευρού, με τμήμα προσκόπων υπό τον Ανθυπολοχαγό Χρυσάφη, επί του δρόμου Πηγή-Νάπη. Στις 2 Δεκεμβρίου έφθασε στον Μόλυβο το πλοίο Αρκαδία και βομβάρδισε το λιμάνι.
Η προέλαση ξεκίνησε το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου και μετά από λίγο τα προελαύνοντα τμήματα συνάντησαν τα προκαλυπτικά εχθρικά τμήματα, έγινε αγώνας μιας ώρας περίπου, απωθήθηκαν, και το βράδυ έφθασαν η μεν αριστερή φάλαγγα στο Κρυονέρι και η δε δεξιά 3 χλμ. ΝΔ. της Αγίας Παρασκευής.
Εν τω μεταξύ επιτροπή, αποτελούμενη από τον Αρχιμανδρίτη Κυπριανό, τον πρώην Δήμαρχο Μυτιλήνης Κ. Καβέτσο, το Μουφτή Μυτιλήνης και τους Τούρκους Ριφάτ Μπέη και Σεμσεντίν Μπέη, έφθασε στις 3 Δεκεμβρίου στην Καλλονή για να πείσει τον Τούρκο διοικητή να παραδοθεί και να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Αυτός όμως αρνήθηκε.
Στην αντίπαλη πλευρά, ο Λοχαγός Σιντκί, πέρα από την αποστολή του για καθυστέρηση της ελληνικής προέλασης, πήγαινε κάθε βράδυ, από 1 μέχρι 5 Δεκεμβρίου, στη Σκάλα Σκαμνιάς, για να υποδεχθεί μια πυροβολαρχία (6 πυροβόλα), που θα ερχόταν από το Μπεχράμ, αλλά που δεν έφθασε πότε, σημάδι της γενικής αποδιοργάνωσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Συναντήθηκε με τη δεξιά φάλαγγα το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου στο Καβακλή, αντάλλαξε πυροβολισμούς, αλλά φθάνοντας στις Φιράνες, είχαν λιποτακτήσει 15 στρατιώτες.
Οι φάλαγγες προελάσεως συνέχισαν την απώθηση των εχθρικών προφυλακών και το βράδυ της 4ης Δεκεμβρίου κατέληξαν η αριστερή ΒΑ. του χωριού Δάφια και η δεξιά στο Παλαιόκαστρο. Η αριστερή φάλαγγα ζήτησε και πήρε εφόδια από τη Μονή Λειμώνος, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της. Το βράδυ ο Συρμακέζης εξέδωσε διαταγή για συνέχιση της προέλασης για μεν την αριστερή φάλαγγα από το πρωί της επομένης (5 Δεκεμβρίου) για δε τη δεξιά από το πρωί της μεθεπομένης (6 Δεκεμβρίου), αυτός δε αποφάσισε να κινηθεί με τη δεξιά φάλαγγα.
Πράγματι, στις 5 Δεκεμβρίου, η αριστερή φάλαγγα κινούμενη προσέκρουσε στις δυνάμεις του εχθρού και μέχρι το βράδυ έφθασε μέχρι τη Μονή Λειμώνος όπου και διανυκτέρευσε. Από τα πρακτικά της Μονής Λειμώνος φαίνεται ότι οι τουρκικές δυνάμεις από τα ελέγχοντα τον δρόμο Δάφια-Φίλια υψώματα πρόβαλαν σφοδρή αντίσταση, οι δε σφαίρες τους έφθαναν μέχρι το Μοναστήρι, από μία δε φονεύθηκε ο μοναχός Νεόφυτος από τα Παράκοιλα.
Ο Διοικητής Συρμακέζης, κινούμενος προς τη δεξιά φάλαγγα, το απόγευμα της 5ης Δεκεμβρίου, συνάντησε Τούρκο αξιωματικό που έφερε επιστολή διαμαρτυρίας του Γκανί, για τις διώξεις των μουσουλμάνων.
Τη νύκτα 5/6 Δεκεμβρίου στήθηκε η πυροβολαρχία Κρούπ στην κορυφή Καλαθάς του Υψώματος Παρθένης και σε συνεργασία με τα πολυβόλα από τον λόφο Τυρανίδι κατάφεραν ισχυρά πλήγματα κατά του εχθρού όλη την 6η Δεκεμβρίου, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Από αδέσποτη τουρκική σφαίρα σκοτώθηκε το άλογο του Σουηδού ιατρού του Ερυθρού Σταυρού.
Ο Λοχαγός Χακί αναφέρει ότι στις 0300 της 6ης Δεκεμβρίου επιχείρησε με νυκτερινή επίθεση ο Ελληνικός Στρατός να προχωρήσει στην κατεύθυνση Φίλια-Σκαλοχώρι, αλλά συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους Τούρκους της 1ης αμυντικής περιοχής. Εν τω μεταξύ, η δεξιά φάλαγγα έφθασε στη περιοχή Πετσοφά, έταξε τα δύο ναυτικά πυροβόλα και άρχισε να βάλλει κατά των αμυντικών θέσεων του εχθρού. Παράλληλα, έφθασε στον όρμο Πέτρας η Μοίρα ευδρόμων για να υποστηρίξει με ναυτικό πυροβολικό την προχώρηση των ελληνικών δυνάμεων. Το βράδυ της 6ης Δεκεμβρίου η αριστερή φάλαγγα είχε καταλάβει το Σκοτεινοβούνι και η δεξιά είχε φθάσει στις παρυφές του χωριού Κλαπάδος.
Στην αντίπαλη πλευρά η κατάσταση ήταν τραγική. Κατά τον Λοχαγό Σιντκί, το βράδυ 6 προς 7 Δεκεμβρίου, παρατηρήθηκαν μαζικές λιποταξίες κυρίως εφέδρων μουσουλμάνων από Κλαπάδο προς Σκουτάρο. Ο Γκανί μετέβη προσωπικά στη δεύτερη αμυντική περιοχή όπου υπήρχε από μερικούς άρνηση συμμετοχής στη μάχη.
Με την έναρξη των επιχειρήσεων, στις 0800 της 7ης Δεκεμβρίου, οι Τούρκοι ζήτησαν συνάντηση διοικητών, η οποία έγινε στις 1100, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μάλλον η τουρκική πλευρά ήθελε να κερδίσει χρόνο για ανασύνταξη των δυνάμεών της, μετά τις νυκτερινές μαζικές λιποταξίες. Στις 1400 άρχισαν εκ νέου οι επιχειρήσεις και ο Γκανί στην αναφορά του αναφέρει: «Στη δεξιά πλευρά, όπου η άμυνα ήταν πιο αποτελεσματική, από τα πυρά των μυδραλιοβόλων το τμήμα του υπολοχαγού Χατζί Τζεμίλ, λόγω λιποταξίας των ντόπιων (εννοεί τους ντόπιους μουσουλμάνους) άρχισε να διαλύεται, στη δε αριστερή πλευρά διαδόσεις ότι καταλήφθηκε το στρατηγείο, συνελήφθηκε ο διοικητής κ,λπ. έσπειραν τον πανικό και αναγκάστηκα να λάβω την απόφαση για παράδοση».
Πράγματι, στάλθηκε το βράδυ στις 2200 ο ίδιος ο Τούρκος αξιωματικός στις ελληνικές γραμμές και ζήτησε κατάπαυση του πυρός. Στις 0030 της 8ης Δεκεμβρίου έφθασε εκ νέου με συνοδό και παρέδωσε φάκελο στον Αντισυνταγματάρχη Συρμακέζη στον Πετσοφά, με αίτηση παράδοσης, με τις υπογραφές όλων των Τούρκων αξιωματικών.
Ο Λοχαγός Σιντκί, το βράδυ 7/8 Δεκεμβρίου, αρνήθηκε να παραδοθεί και αφού συγκέντρωσε άλλους 15, πήρε εφόδια, αποχώρησε από το στρατηγείο και το βράδυ 8/9 Δεκεμβρίου έφθασε στη Σκάλα Σκαμνιάς και συνάντησε τον φύλακα του λιμανιού. Πήρε εφόδια και παρέμεινε την ημέρα της 9ης Δεκεμβρίου στο παρακείμενο δάσος. Από εκεί παρατηρούσε τα μεταγωγικά που μετέφεραν τους αιχμαλώτους στη Μυτιλήνη. Τη νύκτα κινήθηκε στον φάρο του Κόρακα, ομώνυμο ακρωτήριο, και συνάντησε τον φαροφύλακα. Τον έστειλε στον Μανταμάδο και μάλλον κανόνισε και το βράδυ στις 1030 ήλθε καΐκι, πιθανόν ελληνικό, τους παρέλαβε και τους πέρασε στο Μπεχράμ.
Εν τω μεταξύ, στις 0800 της 8ης Δεκεμβρίου συναντήθηκαν οι δύο αντιπροσωπείες στο Πετσοφά και υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης, και το μεσημέρι στο χωριό Φίλια άρχισε η παράδοση του οπλισμού. Μέρος των αιχμαλώτων, περί τους 150, συγκεντρώθηκε στη Μονή Λειμώνος και οι υπόλοιποι οδηγήθηκαν στον Μόλυβο και από εκεί με πλοία στη Μυτιλήνη.
Το μεσημέρι της 9ης Δεκεμβρίου, ο Ηγούμενος της Μονής Λειμώνος, Χατζή Σεραφείμ, παρέθεσε γεύμα στον Ταγματάρχη Μανουσάκη, στον Σουηδό ιατρό και σε 20 αξιωματικούς. Οι τελευταίοι αιχμάλωτοι από το Μοναστήρι έφυγαν για Μυτιλήνη στις 16 Δεκεμβρίου και την ίδια ημέρα ο επικεφαλής της αριστερής φάλαγγας Ταγματάρχης Μανουσάκης έστειλε ευχαριστήριο επιστολή στον Ηγούμενο Χατζή Σεραφείμ, με την οποία ευχαρίστησε για τη συμμετοχή της εκκλησίας στη νικηφόρο επιχείρηση.
Κατά την επιχείρηση οι ελληνικές δυνάμεις είχαν νεκρούς 1 αξιωματικό, 8 οπλίτες και τραυματίες 1 αξιωματικό και 80 οπλίτες. Από αυτούς πέντε ενταφιάστηκαν στη Μονή Λειμώνος, μεταξύ αυτών και ο πρώτος νεκρός της μάχης Εμμανουήλ Βαρδάκης από τη Κρήτη, που έπεσε στον λόφο Τυρανίδι, επί του οποίου έχει αναγερθεί μνημείο για όλους τους ηρωικούς νεκρούς της μάχης.
Έτσι, ολοκληρώθηκε η πλήρης απελευθέρωση της Λέσβου, έναν μήνα από την απελευθέρωση της πόλης της Μυτιλήνης και όπως αναφέρεται στην Ιστορία του Ναυτικού Πολέμου – 1914, αν είχε επιλεγεί κατάλληλη ακτή απόβασης, που να εγκλώβιζε τις τουρκικές δυνάμεις στη Μυτιλήνη, θα αποφευγόταν η άσκοπη αιματοχυσία αλλά και οι πράξεις βίας κατά των μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού.
Επίλογος
Ο διοικητής των τουρκικών στρατευμάτων, Ταγματάρχης Γκανί, στην αναφορά που υπέβαλε στις 5 Ιανουαρίου 1913, στο Επιτελείο, περιέλαβε λεπτομερές σχέδιο ανακατάληψης της Λέσβου με αποβατική ενέργεια στις ακτές Ν. Κυδωνιών-Μυστεγνών-Καβακούμ και ταυτόχρονη ενέργεια του Οθωμανικού Στόλου σε Πέτρα και Μυτιλήνη. Το σχέδιο, που μάλλον συντάχθηκε για να μειώσει τις τυχόν επιπτώσεις που θα είχε ο Ταγματάρχης λόγω της ηττοπάθειας που έδειξαν τα υπό τη διοίκησή του στρατεύματα, στηριζόταν σε δύο προϋποθέσεις:
Πρώτη ότι θα το έβαζαν στα πόδια οι χριστιανοί με την πρώτη τουφεκιά, λανθασμένη εκτίμηση για έναν λαό που μόλις είχε αποκτήσει την ελευθερία του και δεύτερη ότι το αποκλεισμένο στα Στενά οθωμανικό ναυτικό θα επανακτούσε την κυριαρχία στο Αιγαίο. Τελείως ανακριβής και υπερφίαλη εκτίμηση, για την περίοδο αυτή, με δεδομένο ότι και τις δύο φορές που επιχείρησε έξοδο, στις ναυμαχίες που ακολούθησαν, νικήθηκε κατά κράτος από το Ελληνικό Ναυτικό (Ναυμαχία της Έλλης-3 Δεκεμβρίου 1912 και Ναυμαχία της Λήμνου-5 Ιανουαρίου 1913).
Ο Τούρκος συγγραφέας και ιστορικός İdris Bostan, στηριζόμενος στην αναφορά του Λοχαγού Χακί, αναφέρει ότι λόγω του αντίκτυπου από τις διώξεις των μουσουλμάνων στην περιοχή της Σμύρνης (Βιλαέτι του Αϊδινίου) ο Πρωθυπουργός (sadrazam) Καμίλ Πασά, έδωσε εντολή στις 11 Δεκεμβρίου (παλαιό ημερολόγιο) στο Γενικό Επιτελείο και αυτό την ίδια μέρα τηλεγράφησε στο Αρχηγείο του στόλου και διέταξε τον στόλο να πλεύσει σε Μυτιλήνη και Χίο και στις ακτές της Μικράς Ασίας. Δυστυχώς όμως, λόγω λάθους στη σύνταξη του σήματος όπου γράφηκε η λέξη «άκυρο», δεν εφαρμόστηκε τελικά. Πρόκειται για τελείως απλοϊκή εξήγηση με δεδομένο ότι ο Οθωμανικός Στόλος είχε επιχειρήσει έξοδο από τα Δαρδανέλια, αλλά νικήθηκε στη ναυμαχία της Έλλης, στις 3 Δεκεμβρίου, και το ίδιο συνέβη μεταγενέστερα, στις 5 Ιανουαρίου 1913. Η προσπάθεια κινητοποίησης του στόλου με σήματα δείχνει την αντιπαλότητα που υπήρχε μεταξύ των ανώτατων κλιμακίων και της προσπάθειας αποφυγής των ευθυνών.
Ανεξάρτητα από την αναφορά του Γκανί, το οθωμανικό Επιτελείο σχεδίαζε την ανακατάληψη των νησιών του ΒΑ. Αιγαίου και αρχικά χώρισε την ακτή της Μικράς Ασίας σε δύο διοικήσεις και προσπάθησε να οργανώσει τάγματα εθνοφυλάκων, χωρίς όμως επιτυχία, πλην του τάγματος στο Σόκε, λόγω έλλειψης οπλισμού αλλά και αντιδράσεων των μη μουσουλμάνων κατοίκων. Όπως αναφέρει ο Ελίφ Γιενέρογλου στο διδακτορικό του με τίτλο «Η Έξοδος των νήσων του Α. Αιγαίου από την Οθωμανική κυριαρχία και η επίδραση στην περιφέρεια Αϊδινίου (ευρύτερη περιοχή Σμύρνης)-Σμύρνη 2009», οι μη μουσουλμάνοι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν στον Άγγλο Ναύαρχο Cecil Thurshy, που βρισκόταν στη Σμύρνη, λόγω του ότι τα όπλα δόθηκαν σε τουρκοκρητικούς και τελικά συγκεντρώθηκαν.
Η κυβέρνηση του κομιτάτου, που ήδη είχε ανέλθει στην εξουσία, προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση, με περιορισμούς στις κινήσεις των Ελλήνων κατοίκων των παραλίων και των διαφόρων πλοίων από και προς τα νησιά. Επίσης, προσπάθησε ανεπίσημα, μέσω της πίεσης που ασκούσαν οι κομματικές οργανώσεις του κομιτάτου, να αναγκάσει τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, όπως και έγινε, και ονομάστηκε ο πρώτος διωγμός.
Παράλληλα προσπάθησε να ενισχύσει το ναυτικό και ο Ταλάτ πασάς, στις αρχές του 1914, με την ανακοίνωση της αγοράς του θωρηκτού «Σουλτάν Οσμάν». Δήλωσε δε στην εφημερίδα Tan των Παρισίων ότι «Σκοπός είναι η γρήγορη επιχειρησιακή αξιοποίηση του θωρηκτού και η ανακατάληψη των νησιών του Αιγαίου». Όσον αφορά την αγορά αυτή, ο Υπουργός Οικονομικών Ριφάτ δεν συμφωνούσε με τη σύναψη δανείου 4 εκ. στερλινών από την γαλλική τράπεζα Perrier, αλλά ο Ταλάτ τον πίεσε και του άλλαξε γνώμη, λέγοντας ότι «θα πάρουμε τα νησιά πίσω». Με την έναρξη όμως του Α΄ Π.Π., η Αγγλία αρνήθηκε να παραδώσει τα παραγγελθέντα πλοία, και τελικά το Επιτελείο παραιτήθηκε των σχεδίων ανακατάληψης. Τούτο φαίνεται σε έγγραφο του Σώματος Στρατού Σμύρνης της 7ης Ιουλίου 1914 όπου γίνεται αποδεκτό ότι η ακτή αποτελεί σύνορο και απαιτούνται λόχοι ασφαλείας ακτών για τη φύλαξή του. Στην αλληλογραφία υπάρχει και η υπογραφή του Υπουργού Άμυνας Ενβέρ Πασά.
Με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων και με τις υπογραφείσες συνθήκες και πρωτόκολλα (Συνθήκη Λονδίνου 30 Μαΐου 1913-Πρωτόκολλο Λονδίνου 11 Αυγούστου 1913) δεν επιλύεται οριστικά το νομικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, λόγω κωλυσιεργίας της οθωμανικής κυβέρνησης, η οποία στο διαρκές διπλωματικό παζάρι με τις Μεγάλες Δυνάμεις για την παραχώρηση εδαφών της, προσπαθούσε να κερδίσει τα νησιά του Α. Αιγαίου που έχασε με τον πόλεμο. Το 1914 ο Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα Γκαλίπ Κεμαλί, ερωτηθείς ανεπίσημα «Ποια νησιά θα έδινε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν δινόταν πίσω η Λέσβος και η Χίος», απάντησε «Τα Ψαρά, Λεβίθα, Αστυπάλαια, Κάρπαθος και Κάσος» και το θέμα έκλεισε.
Σε συνάντηση αντιπροσωπειών των δύο κρατών στο Βουκουρέστι με την έναρξη του Α΄ Π.Π., υπό τον Ταλάτ και τους Ζαΐμη – Πολίτη, συζητήθηκε η ενοικίαση των νησιών του Β. Αιγαίου στην Ελλάδα και ο διορισμός Έλληνα νομάρχη από τον Σουλτάνο. Η οθωμανική κυβέρνηση δεν έκανε δεκτή την πρόταση και απάντησε αρνητικά στο σχετικό τηλεγράφημα του Ταλάτ από το Βουκουρέστι της 9ης Σεπτεμβρίου 1914.
Έκτοτε διαδραματίστηκαν σοβαρά γεγονότα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τη χαρούμενη ατμόσφαιρα των βαλκανικών πολέμων με τις εθνικές επιτυχίες ακολούθησε η μιζέρια και η καχυποψία του διχασμού. Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο, το μίσος φώλιασε στις καρδιές των Ελλήνων και μετά από διαδοχικά τραγικά λάθη της ηγεσίας της χώρας, πολιτικής και στρατιωτικής, φθάσαμε στην τελευταία πράξη του δράματος, την ανταλλαγή των πληθυσμών.
Όπως προαναφέρθηκε, στη Λέσβο κατοικούσαν γύρω στους 18.000 μουσουλμάνοι, οι οποίοι αποχωρούσαν σταδιακά από το νησί, και κατά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, στις 21 Οκτωβρίου 1923, μεταφέρθηκαν συνολικά στο Αϊβαλή 7.500 μουσουλμάνοι. Ο επικεφαλής τους, Μουφτής της Μυτιλήνης Ατάουλαχ (Ataulah) απέστειλε ευχαριστήριο τηλεγράφημα στην τουρκική Βουλή, υπογράφοντας ως Μουφτής των εν Αϊβαλή Μυτιληνιών μουσουλμάνων. Έτσι, έληξε η επί 450 χρόνια τουρκική παρουσία στη Λέσβο.
Η χώρα μας, ηττημένη και καθημαγμένη οικονομικά και κοινωνικά, μετά από δέκα χρόνια συνεχόμενων πολεμικών επιχειρήσεων, κατά τις οποίες διπλασίασε μεν τα εδάφη της στη Βαλκανική, αλλά ηττήθηκε στην Ανατολή (Μικρά Ασία) και στη συνέχεια κατακλύστηκε από 1,5 εκ. πρόσφυγες, ξεριζωμένους από τις επί χιλιετίες πατρογονικές εστίες, ξεκινούσε μια νέα περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, σε συνδυασμό με την προσπάθεια ενσωμάτωσης του προσφυγικού στοιχείου. Τελικά, σύρθηκε στην υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1924), με την οποία επιλύθηκε οριστικά το καθεστώς κυριαρχίας στα νησιά του ΒΑ. Αιγαίου, με την αναγνώριση ντε γιούρε κατάστασης που διαμορφώθηκε κατά το ένδοξο φθινόπωρο του 1912, ακριβώς πριν εκατό χρόνια.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Bostan, Ι., Midilli’nin işgali Günlüğü-1912 (Ημερολόγιο Κατάληψης της Μυτιλήνης -1912).
- Arslan, A., «Σχέσεις Τουρκίας με Νησιά 1913-14», Τμήμα Ιστορίας Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης.
- Donbanoğlu, B., Μεταπτυχιακή Εργασία με τίτλο «Από τους Βαλκανικούς Πολέμους στην Απελευθερωτικό Πόλεμο, η Τουρκική Ναυτική Στρατηγική», Gebze 2007.
- Yeneroğlu, Elif, Διδακτορική διατριβή «Η Έξοδος των Νήσων Αν. Αιγαίου από την Οθωμανική κυριαρχία και η επίδραση στην Περιφέρεια Αϊδινίο», Σμύρνη 2009.
- ΓΕΣ/ΔΙΣ, Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, Τόμος Α΄.
- Özçelik, Fatih, Ημερολόγιο του 1903 της Περιφέρειας Αρχιπελάγους (Cezayir –i Bahr-i Sefid Vilayeti), Mπόλου 2007.
- Θεοφανίδη, Ιστορία του Ελληνικού Ναυτικού 1903-12, [χ.ό.], [χ.τ.],1923.
- Ιστορία του Ναυτικού Πολέμου 1912-13, Εκδόσεις εφημ. Σκριπτ, 1914, Αθήνα.
- Καραγιάννη, Ι., Το Φως των Παίδων, [χ.ό.], [χ.τ.].
- Λεσβιακά Τόμος Δ΄, 1962, [χ.ό.], [χ.τ.].
- Λέσβος 1912-2012 Εκατό Χρόνια Ελευθερίας – Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», 2011.
- Μπάμπουρη, Ε., Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13, Αθήνα 1939, [χ.ό.].
- Φωκά, Δ., Ο Στόλος του Αιγαίου, Αθήνα 1972, [χ.ό.].
- Περιοδικό Ι. Μητρόπολης Μηθύμνης, τεύχος 3, Μάιος-Ιούνιος 1938, (Πρακτικά Μονής Λειμώνος).
Η πηγή του κειμένου είναι το Περιοδικό “Στρατιωτική Επιθεώρηση” τεύχοςΣεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2013 και αναδημοσίευθηκε με την άδεια του “ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ”.
[1]είδος πολεμικού πλοίου.
[2]σήμερα Γραμματεία Νησιωτικής Πολιτικής και Εφετείο Αιγαίου.
[3]περιοχή κάτω ρου Αξιού ποταμού.
[4]γιουρούκοι ξυλοκόποι.
[5]Midilli’nin işgal Günlüğü-1912, (Ημερολόγιο Κατάληψης της Μυτιλήνης-1912)
[6]Μεταξύ των πρωτεργατών ήταν και ο ποιητής-συγγραφέας και Διοικητής της Λέσβου από το 1879-84 Ναμίκ Κεμάλ-Namik Kemal.
[7]«Ιστορία του Ναυτικού Πολέμου» Εφημ. Σκριπτ, Αθήνα 1914. Δ., Φωκά, Ο Στόλος του Αιγαίου 1972.
[8]Δ., Φωκά, Ο Στόλος του Αιγαίου.
[9]Ε., Μπάμπουρη, Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913, Αθήνα 1939.
[10]Καταγόταν από το Diyarbakır, γόνος πλούσιας οικογένειας, ποιητής και αδελφός του μεγάλου Τούρκου ποιητή Süleyman Nazıf. Το 1915, ως Βαλής της Κιουτάχειας, μη υπακούοντας σε εντολή του Ταλάτ Πασά, έσωσε Αρμένιους από τη σφαγή. Ήταν μέλος του κομιτάτου, αλλά με κριτική διάθεση.
[11]Λεσβιακά, Δ΄ τόμος 1962.
[12]Λεσβιακά, 1962.
[13]«Λέσβος 100 χρόνια ελευθερίας -2011», Λέσχη Πλωμαρίου, Βενιαμίν ο Λέσβιος.
[14]Σκριπ, 1914, Αθήνα.
[15]Ε., Μπαμπούρη, Το Ναυτικόν μας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13.
[16]Ε., Μπαμπούρη, ό.π.
[17]Λεσβιακά, ό.π.
https://limitofadvance.wordpress.com/2014/02/22/%CE%B7-%CE%B1%C2%AD%CF%80%CE%B5%C2%AD%CE%BB%CE%B5%CF%85%C2%AD%CE%B8%CE%AD%C2%AD%CF%81%CF%89%C2%AD%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%AD%C2%AD%CF%83%CE%B2%CE%BF%CF%85-8-%CE%BD%CE%BF%CE%B5%CE%BC/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου