Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Κύπρος: Τα γεγονότα 1955 - 1974

Φέτος συμπληρώνονται 42 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στην Ελλάδα: Το 1955 ξεκινά ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων, με «τίμημα» τους Έλληνες της Πόλης (Σεπτεμβριανά), το 1963-1964 η ενότητα της Κύπρου δοκιμάζεται από τις συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, το 1967 η χούντα των Αθηνών αποφασίζει να απομακρύνει τη Μεραρχία, που είχε στείλει ο Γεώργιος Παπανδρέου στο νησί το 1964 και το 1974 η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο.


Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των Κυπρίων


Το αίτημα τον Κυπρίων για ένωση με τη μητροπολιτική Ελλάδα άρχισε να καλλιεργείται αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1830 και τονώθηκε όταν, στις 4 Ιουνίου του 1878, η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφώνησε με τη Μεγάλη Βρετανία για την παραχώρηση της Μεγαλονήσου στο Λονδίνο έναντι μικρού χρηματικού ποσού. Τυπικά, ο σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διατηρούσε τους τίτλους κυριαρχίας του νησιού, το οποίο οι Οθωμανοί είχαν αποσπάσει από τους Ενετούς το 1570-1571, αλλά ουσιαστικά την εξουσία ασκούσε το Λονδίνο. Η συμμαχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, το 1913, έδωσε το πρόσχημα στη Μεγάλη Βρετανία να καταγγείλει μονομερώς τη συνθήκη του 1878 και να προσαρτήσει την Κύπρο τον Νοέμβριο του 1914. Την ίδια χρονιά, η Μεγάλη Βρετανία προσέφερε την Κύπρο ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα για τη συμμετοχή της στο πλευρό της Αντάντ. Η Ελλάδα όμως, υπό την ηγεσία του γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, δεν αποδέχθηκε την πρόταση αυτή. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Λωζάννης (1923), η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε κυριαρχικό δικαίωμα επί της Κύπρου (Άρθρο 16) η οποία, δύο χρόνια αργότερα (1925), ανακηρύχθηκε και επίσημα αποικία του βρετανικού στέμματος.

Η περίοδος της Αγγλοκρατίας στην Κύπρο είχε διάρκεια 82 ετών (1878-1960). Σε όλα αυτά τα χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, που αποτελούσαν το 82% του πληθυσμού, εξέφραζαν συνεχώς τα εθνικά τους αισθήματα και διαδήλωναν τον αναλλοίωτο πόθο τους για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, γιατί ένιωθαν ότι η Κύπρος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της τελευταίας. Σε όλο το διάστημα της Αγγλοκρατίας δεν έπαυαν να ζητούν την πραγματοποίηση του πόθου τους αυτού με υπομνήματα, τηλεγραφήματα, πάνδημα συλλαλητήρια και αποστολή πρεσβειών στο Λονδίνο. Τον Οκτώβριο του 1931 τα πράγματα οδήγησαν τον λαό σε εθνική εξέγερση εναντίον των Άγγλων, οι οποίοι με την όλη στάση τους απογοήτευαν τον πληθυσμό του νησιού. Ακολούθησαν συλλήψεις, φυλακίσεις, εκτοπισμοί, απελάσεις και χρηματικά πρόστιμα σε Έλληνες Κυπρίους. Ταυτόχρονα καταργήθηκαν συνταγματικές ελευθερίες του λαού, που κράτησαν εννιά χρόνια (1931-1940). Επίσης ασκήθηκαν πιέσεις στην ελληνική παιδεία της Κύπρου. Οι ελπίδες των Κυπρίων για ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα αναπτερώθηκαν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (Β’ ΠΠ), οπότε η Ελλάδα πολεμούσε το φασισμό και το ναζισμό ως σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας. Αλλά μετά τη λήξη του πολέμου, οι Άγγλοι δεν έδειξαν καμία διάθεση για ικανοποίηση του ενωτικού πόθου του κυπριακού λαού.

Στις 15 Ιανουαρίου του 1950, η Εκκλησία της Κύπρου πραγματοποίησε το «Ενωτικό Δημοψήφισμα» μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και ο ελληνικός κυπριακός λαός ψήφισε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα σε ποσοστό 95,7%. Οι Βρετανοί όμως τήρησαν και πάλι αρνητική στάση. Μάλιστα, στις 28 Ιουλίου του 1954, ο υφυπουργός Αποικιών Χένρυ Χόπκινσον ανέφερε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος είναι περιοχή με στρατηγική σημασία και γι’ αυτό ουδέποτε θα εφαρμοστεί η αρχή της αυτοδιάθεσης. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα, με αίτησή της στον ΟΗΕ το 1954, ζήτησε την «εφαρμογή υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών της αρχής των ίσων δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών εις την περίπτωσιν του λαού της Κύπρου». Όμως, στις 17 Δεκεμβρίου του 1954, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ απέρριψε την αίτηση της Ελλάδας. Οι αρνητικές και πεισματικές θέσεις της βρετανικής κυβέρνησης στο πρόβλημα της Κύπρου οδήγησαν τον κυπριακό λαό σε ένοπλο αγώνα. Στην Αθήνα σχηματίστηκε μια δωδεκαμελής επιτροπή από εξέχοντα πρόσωπα της Κύπρου και της Ελλάδας, η οποία αποφάσισε να διεκδικήσει δυναμικά την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (7 Μαρτίου του 1953). Πρόεδρος της επιτροπής αυτής ορίστηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος ενεργούσε ως πολιτικός αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα. Η επιτροπή διόρισε ένα από τα μέλη της, τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα, ως στρατιωτικό αρχηγό του αγώνα. Ο Γρίβας, ως αρχηγός της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ), χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο «Διγενής».

Ο Γεώργιος Γρίβας ήξερε ότι αναλάμβανε ένα πολύ δύσκολο έργο, αλλά είχε ισχυρή θέληση, αποφασιστικότητα και προπαντός απόλυτη πίστη στον σκοπό του αγώνα. Αφού μελέτησε τις δυνατότητες διεξαγωγής ένοπλου αγώνα με δυο επισκέψεις του στην Κύπρο, το 1951 και το 1952, κατάρτισε στην Αθήνα σχέδιο δράσης, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή αμέσως μετά τη μυστική άφιξή του στις ακτές της Πάφου το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου του 1954. Για την εισαγωγή οπλισμού στην Κύπρο από την Ελλάδα ο Γρίβας χρησιμοποίησε φίλους και συνεργάτες του. Το πρώτο φορτίο όπλων έφτασε στην Κύπρο τον Μάρτιο του 1954. Με αυτά τα λίγα όπλα ξεκίνησε ο αγώνας της ΕΟΚΑ την 1η Απριλίου του 1955. Ένα δεύτερο φορτίο, που μεταφερόταν με το πλοιάριο «Άγιος Γεώργιος», τον Ιανουάριο του 1955, κατασχέθηκε από τις βρετανικές αρχές κοντά στο χωριό Χλώρακα της Πάφου. Κατά τη διάρκεια του αγώνα λειτούργησε μυστικό σχέδιο αποστολής όπλων στην Κύπρο με επιβατικά πλοία της γραμμής Πειραιά-Λεμεσού. Όπλα έφταναν με το ταχυδρομείο της Πάφου, καθώς και με άλλους τρόπους. Μια άλλη μέθοδος, με την οποία η ΕΟΚΑ εξασφάλιζε όπλα, ήταν οι επιθέσεις σε αστυνομικούς σταθμούς και η αφαίρεση του οπλισμού από νεκρούς Βρετανούς στρατιώτες.

Στα τέλη Μαρτίου του 1955 η ΕΟΚΑ ήταν έτοιμη. Τη νύχτα της 31ης Μαρτίου προς την 1η Απριλίου, 30 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα, οι ομάδες της ΕΟΚΑ έδρασαν με επιτυχία. Εκκωφαντικές εκρήξεις συγκλόνισαν τη Λευκωσία, τη Λάρνακα, τη Λεμεσό και στρατιωτικές επισταθμίες. Η ΕΟΚΑ είχε τότε τον πρώτο της νεκρό. Ήταν ο Μόδεστος Παντελή από το Λιοπέτρι, που πέθανε από ηλεκτροπληξία στην προσπάθειά του να αποκόψει ηλεκτροφόρα σύρματα, για να δράσουν οι ομάδες της ΕΟΚΑ. Την ίδια ημέρα κυκλοφόρησε και η πρώτη προκήρυξη του «Διγενή», η οποία ξεκινούσε με τα εξής λόγια: «Με τη βοήθεια του Θεού, με πίστη εις τον τίμιο αγώνα μας, με τη συμπαράσταση ολοκλήρου του Ελληνισμού και με τη βοήθεια των Κυπρίων, αναλαμβάνουμε τον αγώνα δια την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού». Οι δολιοφθορές σε κυβερνητικά κτήρια, αστυνομικούς σταθμούς και στρατιωτικές εγκαταστάσεις συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Η ΕΟΚΑ με τη δράση της προξενούσε υλικές ζημιές και θύματα μεταξύ των Βρετανών.

Παράλληλα με την στρατιωτική δράση της ΕΟΚΑ, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δρούσε στο πολιτικό πεδίο. Στις 15 Απριλίου του 1955 αναχώρησε για το Μπαντούγκ της Ινδονησίας, όπου διεξαγόταν αφρικανοασιατικό Συνέδριο με εκπροσώπηση 29 κρατών. Εκεί, σε δημοσιογραφική διάσκεψη, μίλησε για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Στις 11 Ιουλίου πήγε στην Ελλάδα και έπεισε την ελληνική κυβέρνηση να καταθέσει αίτηση στον ΟΗΕ για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης στην περίπτωση του κυπριακού λαού. Οι Βρετανοί, που ήταν αντίθετοι στην παραχώρηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης στον κυπριακό λαό, συγκάλεσαν τριμερή διάσκεψη στο Λονδίνο στις 29 Αυγούστου του 1955. Σε αυτή πήραν μέρος αντιπροσωπίες των κυβερνήσεων της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η τριμερής διάσκεψη έληξε στις 7 Σεπτεμβρίου, χωρίς να γίνει καμία συμφωνία, λόγω των διαφορετικών θέσεων των τριών χωρών.

Ο κυβερνήτης της Κύπρου, για να αντιμετωπίσει την ΕΟΚΑ, στις 15 Ιουλίου του 1955 έθεσε σε ισχύ το νόμο περί προσωποκρατήσεως, που έδινε το δικαίωμα στις δυνάμεις ασφαλείας να συλλαμβάνουν οποιονδήποτε πολίτη θεωρούσαν ύποπτο για παράνομες ενέργειες και να τον εγκλείουν στη φυλακή, στο φρούριο της Κερύνειας ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για ακαθόριστο χρονικό διάστημα. Στις 20 Σεπτεμβρίου του 1955 άρχισε τις εργασίες της η 10η Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Η εγγραφή του Κυπριακού στην ημερήσια διάταξη απορρίφθηκε. Στην Κύπρο δημιουργήθηκε αντίδραση με μαχητικές διαδηλώσεις και γενική απεργία. Λίγες μέρες αργότερα, στις 23 Σεπτεμβρίου, δραπέτευσαν από το φρούριο της Κερύνειας 16 πολιτικοί κρατούμενοι. Εξ αυτών συνελήφθησαν οι επτά, αλλά οι άλλοι εννέα κατόρθωσαν να ενωθούν με ανταρτικές ομάδες της ΕΟΚΑ.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1955, τον κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ αντικατέστησε ο Σερ Τζων Χάρντινγκ, αρχηγός του αυτοκρατορικού Γενικού Επιτελείου Στρατού. Ο Χάρντινγκ ήρθε αποφασισμένος να συντρίψει την ΕΟΚΑ. Ενίσχυσε περισσότερο τον στρατό και στις 26 Νοεμβρίου κήρυξε την Κύπρο σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Μάλιστα δήλωσε ότι «οι μέρες της ΕΟΚΑ είναι μετρημένες». Θέσπισε κανονισμούς που προέβλεπαν ποινή θανάτου για όσους μετέφεραν ή χρησιμοποιούσαν όπλα ή βόμβες ή εκρηκτικές ύλες. Τα μέτρα όμως αυτά δεν έφεραν τον εκφοβισμό στον ελληνικό κυπριακό λαό, όπως ανέμενε ο Χάρντινγκ, αλλά το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Αύξησαν τη συμπάθεια και τη βοήθεια του λαού προς την ΕΟΚΑ, τα μέλη της οποίας προέβαιναν σε όλο και πιο ριψοκίνδυνες πράξεις.

Ο Χάρντινγκ, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις που γίνονταν για τη συντριβή της ΕΟΚΑ, άρχισε συνομιλίες με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για την πολιτική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Οι συνομιλίες άρχισαν στις 4 Οκτωβρίου και έληξαν στις 11 του ίδιου μήνα λόγω διαφωνιών. Νέος γύρος συνομιλιών ξανάρχισε στις 9 Ιανουαρίου του 1956. Και πάλι οι προβαλλόμενες θέσεις των δύο ανδρών ήταν διαφορετικές. Στην τελευταία συνάντηση, στις 29 Φεβρουαρίου, έλαβε μέρος και ο Βρετανός υπουργός Αποικιών Λέννοξ Μπόυντ. Οι Βρετανοί εισηγήθηκαν την παροχή αυτοκυβέρνησης στον κυπριακό λαό για αόριστο χρονικό διάστημα, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος επέμενε να οριστεί χρόνος για την εφαρμογή της αρχής της αυτοδιάθεσης. Έτσι οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε ναυάγιο. Ο Αρχιεπίσκοπος, στις 6 Μαρτίου, διακήρυξε: «Σε καμία περίπτωση δεν θα υποστείλουμε τη σημαία της αυτοδιαθέσεως».

Στις 9 Μαρτίου, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, από το οποίο θα μετέβαινε στην Αθήνα για συνομιλίες με την ελληνική κυβέρνηση. Την ίδια μέρα συνελήφθησαν ο Μητροπολίτης Κερύνειας Παπασταύρος Παπαγαθαγγέλου και ο Πολύκαρπος Ιωαννίδης. Όλοι τους εξορίστηκαν στις Σεϋχέλλες. Στην Κύπρο ακολούθησε περίοδος στρατοκρατίας. Οι Βρετανοί επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς εις βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ενώ η ΕΟΚΑ εξαπέλυε παντού σφοδρές επιθέσεις. Μάλιστα, στις 21 Μαρτίου ο θαλαμηπόλος του Χάρντινγκ τοποθέτησε ωρολογιακή βόμβα στο κρεβάτι του κυβερνήτη, η οποία λόγω κλιματολογικών συνθηκών δεν εξερράγη και ανακαλύφθηκε την επόμενη μέρα. Στις 10 Μαΐου, ο Μιχαλάκης Καραολής και ο Ανδρέας Δημητρίου απαγχονίζονται στις Κεντρικές Φυλακές της Λευκωσίας για τη δράση που είχαν ως μέλη της ΕΟΚΑ. Ενταφιάζονται στις Κεντρικές Φυλακές. Στον ίδιο χώρο αργότερα θα ταφούν άλλα έντεκα μέλη της ΕΟΚΑ. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, τα «Φυλακισμένα Μνήματα» έγιναν και παραμένουν ένα από τα ιερά προσκυνήματα των Ελληνοκυπρίων.

Τον Ιούνιο του 1956 έγιναν μεγάλες έρευνες στην περιοχή του Κύκκου για σύλληψη του «Διγενή» και ανταρτών της ΕΟΚΑ. Ο «Διγενής» με πέντε παλικάρια του κατόρθωσε να διαφύγει. Ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία κατέληξε στη Λεμεσό. Εκεί παρέμεινε και διηύθυνε τον αγώνα μέχρι τη λήξη του, το 1959. Στις 12 Ιουλίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν ανακοίνωσε την πρόθεση της χώρας του να παραχωρήσει Σύνταγμα στην Κύπρο. Το έργο αυτό ανέλαβε ο συνταγματολόγος λόρδος Ράντκλιφ ο οποίος πήγε στην Κύπρο για μελέτη των πολιτικών συνθηκών. Στις 16 Αυγούστου, ο «Διγενής» κήρυξε εκεχειρία, για να διευκολύνει την εξεύρεση πολιτικής λύσης στο Κυπριακό. Ο Χάρντινγκ, αντί να ανταποκριθεί με διακοπή των στρατιωτικών ερευνών, ανακοίνωσε όρους παράδοσης των μελών της ΕΟΚΑ. Προς ενίσχυση του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο «Διγενής», τον Αύγουστο του 1956, δημιούργησε την Πολιτική Επιτροπή Κυπριακού Αγώνα (ΠΕΚΑ), που εργάστηκε για τη διατήρηση αρραγούς εσωτερικού μετώπου, την εξύψωση του ηθικού του λαού και την καταπολέμηση της προπαγάνδας των Βρετανών.

Στις 3 Μαρτίου του 1957 οι Βρετανοί, κατόπιν πληροφοριών, ανακάλυψαν το κρησφύγετο του Γρηγόρη Αυξεντίου και των τεσσάρων συναγωνιστών του, που βρισκόταν κοντά στη μονή Μαχαιρά. Ο Αυξεντίου αρνήθηκε να παραδοθεί και επί οκτώ ώρες πολέμησε εναντίον εκατοντάδων στρατιωτών. Με εντολή του παραδίδονται οι τέσσερις συναγωνιστές του. Στη συνέχεια οι Βρετανοί ρίχνουν βενζίνη στο κρησφύγετο και τρεις εμπρηστικές βόμβες με αποτέλεσμα τον θάνατο του Αυξεντίου. Λίγες μέρες αργότερα, στις 14 Μαρτίου, απαγχονίζεται ο 19χρονος Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ο οποίος είχε διακόψει τις σπουδές του στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου Πάφου για να ενταχθεί στην ΕΟΚΑ. Με απόφαση του βρετανικού υπουργικού Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου του 1957, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και οι συνεξόριστοί του αφέθηκαν ελεύθεροι να μεταβούν σε οποιαδήποτε χώρα πλην της Κύπρου. Οι τέσσερις άνδρες έφυγαν από τις Σεϋχέλλες με προορισμό την Αθήνα, όπου τους επιφυλάχθηκε ενθουσιώδης υποδοχή.

Στις 19 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, σε συνέντευξή του στην Αθήνα σε Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, κατήγγειλε τα βασανιστήρια των Άγγλων στην Κύπρο, ανέφερε συγκεκριμένες περιπτώσεις και ζήτησε τη διενέργεια αμερόληπτης διεθνούς έρευνας. Οι καταγγελίες του προκάλεσαν παγκόσμια συγκίνηση και είχαν ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Χάρντινγκ, στις 22 Οκτωβρίου του 1957. Ο Χάρντινγκ αποχώρησε από την Κύπρο στις 4 Νοεμβρίου και στις 3 Δεκεμβρίου ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος κυβερνήτης Σερ Χιού Φουτ.

Στις αρχές Μαρτίου του 1958, ο «Διγενής» τάχθηκε υπέρ της παθητικής αντίστασης. Με προκήρυξή του κάλεσε τον κυπριακό λαό να μποϋκοτάρει τα αγγλικά προϊόντα και να υποστηρίζει τα εγχώρια. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1958 η κατάσταση στην Κύπρο επιδεινώνεται. Οι δυνάμεις ασφαλείας συνεχίζουν τις επιχειρήσεις τους για καταστολή της «τρομοκρατίας», όπως αποκαλούν τη δράση της ΕΟΚΑ. Στις 5 Ιουλίου συλλαμβάνουν και κακοποιούν ένα παιδί στο χωριό Αυγόρου. Οι γυναίκες του χωριού ορμούν και το ελευθερώνουν. Η συμπλοκή γενικεύεται. Οι στρατιώτες πυροβολούν εναντίον των αμάχων. Φονεύονται ο Παναγιώτης Ζαχαρία και η Λουκία Παπαγεωργίου, έγκυος και μητέρα έξι παιδιών. Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι, με την υποκίνηση του Λονδίνου, διαπράττουν βιαιοπραγίες και δολοφονούν Ελληνοκύπριους στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Ο κυβερνήτης Φουτ επιβάλλει κατ’ οίκον περιορισμό από τις 19:00 μέχρι τις 7:00 για ένα μήνα. Στο διάστημα αυτό συλλαμβάνονται 2.000 περίπου Ελληνοκύπριοι με την αιτιολογία ότι συμπαθούν την ΕΟΚΑ. Στις 19 Ιουνίου, ο Βρετανός πρωθυπουργός Μακμίλλαν ανακοίνωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ένα σχέδιο για την πολιτική διευθέτηση του κυπριακού προβλήματος. Οι Τούρκοι δέχονται, αλλά η Ελλάδα και ο κυπριακός λαός το απορρίπτουν.

Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1958 η Μπάρμπαρα Κασλ, αντιπρόεδρος του βρετανικού Εργατικού Κόμματος, επιστρέφοντας στο Λονδίνο από την Αθήνα, όπου είχε συνομιλίες με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, δήλωσε ότι δεν αποκλείει την ανεξαρτησία της Κύπρου με εγγύηση του ΟΗΕ, αφού πρώτα προηγηθεί περίοδος αυτοκυβέρνησης. Στις 25 Νοεμβρίου άρχισε η συζήτηση του κυπριακού ζητήματος στον ΟΗΕ. Τελικά ψηφίστηκε από τη Γενική Συνέλευση, στις 5 Δεκεμβρίου, το σχέδιο του Μεξικό περί ειρηνικής, δημοκρατικής και δίκαιης λύσης του κυπριακού, σύμφωνα με τη Χάρτα των Ηνωμένων Εθνών. Ακολούθησαν συνομιλίες στο Παρίσι μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Αβέρωφ και Ζορλού αντίστοιχα. Ακολούθησε συνάντηση των πρωθυπουργών της Ελλάδας και της Τουρκίας, Καραμανλή και Μεντερές αντίστοιχα, στη Ζυρίχη, όπου μονογράφησαν οι σχετικές Συμφωνίες. Στις 19 Φεβρουαρίου του 1959, οι Συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου υπογράφτηκαν από τους πρωθυπουργούς και τους υπουργούς Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας, καθώς και από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Φασίλ Κουτσιούκ. Με την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου έληξε ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη δημιουργία του νέου κράτους. Στις 16 Αυγούστου του 1960 εγκαθιδρύθηκε επίσημα η Κυπριακή Δημοκρατία και άρχισε μια καινούρια περίοδος στην ιστορία της Κύπρου.

Σεπτεμβριανά: Το πρώτο «τίμημα»

Παρά τις διώξεις και τους βίαιους εξισλαμισμούς των Οθωμανών Τούρκων, η παρουσία των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε διαχρονική και συνεχής. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) και τη Συνθήκη της Λωζάννης, ο μικρασιατικός και ο ποντιακός ελληνισμός ξεριζώθηκαν με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών. Όμως οι Έλληνες της Πόλης, καθώς και οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, εξαιρέθηκαν από τις πρόνοιες της Συνθήκης της Λωζάννης περί ανταλλαγής των πληθυσμών.

Ωστόσο, αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης άρχισε μια οργανωμένη και καλά ενορχηστρωμένη προσπάθεια της κεμαλικής Τουρκίας για την οικονομική και φυσική εξόντωση της εθνικής ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης. Συγκεκριμένα, το 1923, η κυβέρνηση της Άγκυρας απέλασε 30.000 Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Ελλάδα αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους. Η Άγκυρα δεν επέτρεψε την επιστροφή τους, ενώ οι περιουσίες τους δημεύτηκαν χωρίς να τους δοθεί καμία αποζημίωση. Στην Ίμβρο και την Τένεδο, όπου η Συνθήκη της Λωζάννης προέβλεπε καθεστώς αυτονομίας, όλοι οι εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες των ελληνικών κοινοτήτων παύτηκαν από τα αξιώματά τους και πολλοί εξ αυτών απελάθηκαν. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1927, η Τουρκία απαγόρευσε στους Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη διεξαγωγή μαθημάτων στην ελληνική γλώσσα. Το 1932, η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας ψήφισε νόμο, ο οποίος απαγόρευε στους Έλληνες να ασκούν 30 συγκεκριμένα επαγγέλματα. Στόχος του νόμου αυτού ήταν η οικονομική εξόντωση πολλών Ελλήνων. Πράγματι, περίπου 5.000 Έλληνες επιχειρηματίες οδηγήθηκαν στην ανεργία και αναγκάστηκαν να καταφύγουν πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Την περίοδο 1941-1942, όταν δηλαδή η Ελλάδα τελούσε υπό την κατοχή των Γερμανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων, η Τουρκία υιοθέτησε το νόμο 4305 περί φορολογίας της περιουσίας, ο οποίος εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα κατά των Ελλήνων ομογενών, πολλοί εκ των οποίων οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή (υπολογίζονται στις 2.000 περίπου). Επιπλέον, η Τουρκία προχώρησε στην επιστράτευση Ελλήνων, Αρμενίων και εβραίων ανδρών, ηλικίας 18-45 ετών, τους οποίους και κατέταξε σε φοβερά και τρομερά Τάγματα Εργασίας (Amele Taburu). Χιλιάδες μειονοτικοί έχασαν τη ζωή τους στα βάθη της Ανατολίας από την εξοντωτική εργασία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης: Τα Τάγματα Εργασίας δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατόπεδα εξόντωσης.

Μέχρι το 1955, ο τουρκικός Τύπος, με τις ευλογίες της επίσημης κυβέρνησης, φρόντιζε να φανατίζει συστηματικά τους Τούρκους, και ιδιαίτερα τους εθνικιστές, μιλώντας για δήθεν επιδιώξεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και του Οικουμενικού Πατριαρχείου για ένωση με την Ελλάδα και αναβίωση της Μεγάλης Ιδέας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το μόνο που έλειπε για να εφαρμοστεί το προαποφασισμένο πογκρόμ του 1955 ήταν μια αληθοφανής αφορμή. Το καλοκαίρι του 1955 όλα έμοιαζαν ιδανικά για τα σχέδια των Τούρκων. Ο αγώνας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ερμηνεύτηκε από την Άγκυρα ως μια προσπάθεια εξόντωσης των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Αντνάν Μεντερές, είχε φροντίσει να εξάψει τον φανατισμό των Τούρκων όταν σε μια ομιλία του δήλωσε ότι οι Ελληνοκύπριοι σχεδίαζαν να σφαγιάσουν τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου. Από την άλλη, τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας αποδόθηκαν στην οικονομική δραστηριότητα των Ελλήνων της Πόλης. Το σύνθημα για το πογκρόμ δόθηκε στη Θεσσαλονίκη, όταν τα μεσάνυχτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στο τουρκικό προξενείο, το οποίο στεγαζόταν και στεγάζεται  στο σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ.

Παραδόξως, η Τουρκία δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποκρύψει ότι το πογκρόμ είχε σχεδιαστεί σε επίσημο κρατικό επίπεδο. Στη δίκη του Μεντερές, το 1960-1961, μια από τις κατηγορίες κατά του Τούρκου πρώην πρωθυπουργού ήταν και οι διώξεις κατά των Ελλήνων της Πόλης. Φυσικά, η τουρκική δικαιοσύνη δεν το έκανε αυτό από αισθήματα δικαίου και νομιμοφροσύνης, αλλά κατόπιν απαίτησης του στρατού, έτσι ώστε να είναι βέβαιη η καταδίκη του Μεντερές σε θάνατο (ο Μεντερές είχε ανατραπεί με στρατιωτικό πραξικόπημα το 1960). Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας αποδείχθηκε με αδιάσειστα στοιχεία τόσο η οργανωμένη συγκέντρωση 300.000 περίπου οπαδών του Δημοκρατικού Κόμματος στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, όσο και το ότι η βόμβα που εξερράγη στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης στάλθηκε από την Τουρκία δύο μέρες νωρίτερα, στις 3 Σεπτεμβρίου. Μάλιστα, αποκαλύφθηκε και το όνομα του Τούρκου πράκτορα που τοποθέτησε και πυροδότησε τη βόμβα. Επρόκειτο για τον Οκτάι Ενγκίν, ο οποίος σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη, αλλά στην πραγματικότητα ήταν όργανο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Ο Ενγκίν αποστρατεύτηκε από τη ΜΙΤ το 1992 και διορίστηκε κυβερνήτης της επαρχίας Νεβτσεχίρ την ίδια χρονιά. Σύμφωνα με την ετυμηγορία του δικαστηρίου, στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος επιστράτευσαν εργάτες και άνεργους, στην πλειοψηφία τους χωρίς μόρφωση, από πόλεις της Μικρά Ασίας. Αυτός ο όχλος μετακινήθηκε στην Κωνσταντινούπολη συντεταγμένα και οργανωμένα, με τραίνα και φορτηγά και υπό την αυστηρή επίβλεψη και καθοδήγηση των αστυνομικών δυνάμεων. Μάθαμε ακόμα και το «μεροκάματό» τους για τη συμμετοχή τους στο πογκρόμ, το οποίο ήταν έξι δολάρια κατ’ άτομο! Οι Τούρκοι φρόντισαν και για την προστασία των ομοεθνών τους. Το πρωί της 6ης Σεπτεμβρίου, Τούρκοι παρακρατικοί διέτρεξαν τις συνοικίες της Κωνσταντινούπολης και σημάδευαν τα σπίτια και τα καταστήματα των Ελλήνων με το γράμμα «X», έτσι ώστε ο όχλος να μην καταστρέψει περιουσίες Τούρκων, αλλά μόνο Ελλήνων.

Με πρόσχημα τη διοργάνωση συλλαλητηρίου διαμαρτυρίας για τη βόμβα στο τουρκικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη, διάσπαρτες τουρκικές ομάδες συγκεντρώθηκαν και σχημάτισαν ένα πλήθος 300.000 περίπου ατόμων με επίκεντρο την πλατεία Ταξίμ στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης. Στις 17:00 το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου το πογκρόμ ξεκίνησε πρώτα από τις συνοικίες του Πέραν και στη συνέχεια στις εμπορικές οδούς Γιουκσέν και Ιστικλάλ, όπου οι περισσότεροι Έλληνες διατηρούσαν τα καταστήματα και τις επιχειρήσεις τους. Σύμφωνα με ελληνικές εφημερίδες της εποχής, καθ’ όλη τη διάρκεια του πογκρόμ ο φανατισμένος τουρκικός όχλος φώναζε εμπρηστικά συνθήματα όπως «θάνατος στους γκιαούρηδες», «θάνατος στους Έλληνες προδότες», «εμπρός για τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα» κ.ά. Γύρω στις 02:00 τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου και αφού η λεηλασία και η καταστροφή είχαν ολοκληρωθεί, επενέβη ο Τουρκικός Στρατός, προφανώς για να σώσει τα προσχήματα, και αφού κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος, οι καταστροφές και οι βανδαλισμοί σταμάτησαν. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ελληνικού τύπου, τα οποία επιβεβαιώθηκαν πλήρως στη δίκη του Μεντερές, πολλά στελέχη των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας συμμετείχαν ενεργά στο πογκρόμ.

Ο τουρκικός όχλος δολοφόνησε συνολικά 16 Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους δύο ιερείς και έναν Αρμένιο, ενώ άλλοι 32 Έλληνες τραυματίστηκαν σοβαρά. Γυναίκες βιάστηκαν και πολλοί άνδρες υπέστησαν περιτομή. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το βιβλίο «Να κρεμαστούν σαν τα τσαμπιά» (από τις εκδόσεις Καστανιώτη για την ελληνική γλώσσα) του Τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίμ. Ο Νεσίμ γεννήθηκε το 1915 και πέθανε το 1995. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας των Σεπτεμβριανών και κατέγραψε την προσωπική του μαρτυρία στο προαναφερθέν βιβλίο. Ο Νεσίμ υπήρξε υπέρμαχος της δημοκρατίας, αλλά και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για τη δράση του φυλακίστηκε πολλές φορές από το κεμαλικό κατεστημένο. Στη μαρτυρία του ο Νεσίμ γράφει: “Κάθε άνδρας, ο οποίος φοβόταν μήπως λιντσαριστεί, προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν Τούρκος και μουσουλμάνος. Όταν τον πλησίαζε το πλήθος, κατέβαζε τα παντελόνια του και έδειχνε στον όχλο τα διαπιστευτήρια του μουσουλμανισμού και του τουρκισμού του. Εάν είχε κάνει περιτομή είχε σωθεί, εάν όχι ήταν χαμένος. Τον έδερναν και του έκαναν αμέσως περιτομή”.

Συνολικά καταστράφηκαν 4.348 καταστήματα και επιχειρήσεις, 23 σχολεία, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 21 εργοστάσια, 73 εκκλησίες και κοιμητήρια και πάνω από 3.000 σπίτια Ελλήνων. Ένας Τούρκος αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο Μεχμέτ Αλί Ζερέν, καταθέτοντας ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του Μεντερές, ανέφερε ότι είδε έναν Τούρκο με βαριοπούλα να καταστρέφει ολοσχερώς ένα ελληνικό κοσμηματοπωλείο, αφού πρώτα το λεηλάτησε και έκλεψε ότι μπορούσε. Ανάμεσα στους νεκρούς Έλληνες ήταν και ο υπέργηρος ιερέας Χρύσανθος, τον οποίο οι Τούρκοι έκαψαν ζωντανό. Ο Βρετανός Ίαν Φλέμινγκ, ο γνωστός δημιουργός του διάσημου κινηματογραφικού αστέρα Τζέιμς Μποντ, βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Κωνσταντινούπολη ως απεσταλμένος των Sunday Times του Λονδίνου για να καταγράψει το Διεθνές Συνέδριο Ασφάλειας, που διεξαγόταν εκεί. Στο άρθρο του με τίτλο “Οι μεγάλες ταραχές της Κωνσταντινούπολης”, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου, κατέγραψε τη μαρτυρία ενός Τούρκου αυτόπτη μάρτυρα: “Η εκκλησία στο Γεντικουλέ [σ.σ. Επταπύργιο] καταστράφηκε ολοσχερώς και ένας ιερέας σύρθηκε με τη βία έξω. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά και τα γένια. Ένας άλλος ιερέας [σ.σ. αναφέρεται στον Χρύσανθο], ο οποίος ήταν γέρος και άρρωστος βρισκόταν στο κρεβάτι του. Οι Τούρκοι τον άφησαν εκεί και έβαλαν φωτιά στο σπίτι. Έτσι κάηκε ζωντανός. Έναν άλλο γηραιό ιερέα τον έγδυσαν, και αφού τον έδεσαν πίσω από ένα αυτοκίνητο, τον έσυραν στους δρόμους της πόλης”.

Αν και το πογκρόμ εκδηλώθηκε κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, εντούτοις σοβαρά έκτροπα σημειώθηκαν και στη Σμύρνη. Το πρωί της 7ης Σεπτεμβρίου, ένα πλήθος Τούρκων συγκεντρώθηκε στο Εθνικό Πάρκο της Σμύρνης και κατέστρεψε το ελληνικό περίπτερο της Διεθνούς Εκθέσεως, που πραγματοποιούταν εκείνο το διάστημα στην πόλη. Επίσης, καταστράφηκε ο Ιερός Ναός της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος είχε ανεγερθεί το 1953 για τις ανάγκες των Ελλήνων αξιωματικών που υπηρετούσαν στο νατοϊκό αρχηγείο της πόλης. Από τη μανία του τουρκικού όχλου δεν γλίτωσαν ούτε τα σπίτια των Ελλήνων αξιωματικών του νατοϊκού στρατηγείου, τα οποία και λεηλατήθηκαν.

Η αντίδραση της Αθήνας, αλλά και των συμμάχων μας, ήταν από υποτονική έως μηδενική. Στην Αθήνα, ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος (πρωθυπουργός της χώρας από τις 19 Νοεμβρίου του 1952 έως τον θάνατο του, στις 4 Οκτωβρίου του 1955) ήταν κλινήρης, άρρωστος και αδύναμος να αντιδράσει, αν και πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες αξίωσαν άμεσα αντίποινα προς τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης. Σε συμμαχικό επίπεδο, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον έσπευσαν να υποβαθμίσουν το γεγονός για να μη διαταραχθεί η συνοχή της νότιας πτέρυγας της συμμαχίας. Μάλιστα, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος διαδέχθηκε τον Παπάγο στην πρωθυπουργία, έθεσε το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη και το ΝΑΤΟ, ο Βρετανός μόνιμος εκπρόσωπος στο ΝΑΤΟ, Κρίστοφερ Στιλ, δήλωσε ότι μια έντονη καταδίκη των γεγονότων θα ήταν για το Λονδίνο ανεπιθύμητη. Σε ανάλογο ύφος ήταν και η τοποθέτηση του Αμερικανού μόνιμου εκπροσώπου Τζορτζ Πέρκινς, ενώ η Γαλλία, το Βέλγιο και η Νορβηγία συμβούλευσαν την Αθήνα να ξεχάσει ότι έγινε για το καλό ολόκληρης της συμμαχίας. Τελικά, το Συμβούλιο της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας εξέδωσε μια ανακοίνωση με την οποία έδωσε άφεση αμαρτιών στην τουρκική κυβέρνηση.

Η Άγκυρα, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δήλωσε ότι όλα τα θύματα του πογκρόμ θα αποζημιωθούν. Φυσικά ούτε αυτή η υπόσχεση υλοποιήθηκε, δεδομένου ότι στόχος της Τουρκίας ήταν η εξόντωση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και όχι η επιβίωσή τους. Δεν υπήρχε λοιπόν περίπτωση μια κυβέρνηση να οργανώνει πογκρόμ εναντίον μιας εθνικής μειονότητας τη μια μέρα και να αποζημιώνει τους πληγέντες την επομένη. Τελικά, οι Έλληνες έλαβαν το 20% του κεφαλαίου που απώλεσαν, αφού πρώτα το τουρκικό κράτος είχε φροντίσει να μειώσει την αντικειμενική αξία των ελληνικών περιουσιών στο ελάχιστο.

Μετά το 1955 και μέχρι το 1958, η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων της Πόλης βελτιώθηκε σημαντικά σε σημείο πλήρους απόσβεσης των ζημιών που προκλήθηκαν από το πογκρόμ. Το 1958 όμως ξεκίνησαν νέες οικονομικές διώξεις κατά του ελληνικού στοιχείου. Αρχικά αυτές εκφράστηκαν με μποϊκοτάζ κατά των Ελλήνων εμπόρων και επαγγελματιών. Το 1964 όμως, και με πρόσχημα τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο (1963-1964), η Τουρκία ανακάλεσε το Σύμφωνο Φιλίας μεταξύ των δύο χωρών, που είχαν υπογράψει οι πρωθυπουργοί Ελευθέριος Βενιζέλος και Ισμέτ Ινονού το 1930. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του συμφώνου, όσοι Έλληνες είχαν γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά είχαν ελληνική υπηκοότητα, διατηρούσαν το δικαίωμα να ζουν και να εργάζονται ελεύθερα στην Τουρκία. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καμία αποζημίωση πάνω από 65.000 Έλληνες απελάθηκαν στην Ελλάδα μέχρι το 1965. Επίσης, το 1964, άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος περί ανοικτών φυλακών στην Ίμβρο. Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα υποτιθέμενου σωφρονισμού Τούρκων βαρυποινιτών. Φυσικά, ο πραγματικός στόχος του προγράμματος δεν ήταν ο σωφρονισμός, αλλά ο αφελληνισμός του νησιού. Ευθύς εξ αρχής, τα κακοποιά στοιχεία που αφέθηκαν στο νησί επιδόθηκαν στην εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού με βιαιοπραγίες, κλοπές, απειλές, δολοφονίες κ.ά. Σύντομα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων της Ίμβρου εξαναγκάστηκε σε φυγή στην Ελλάδα. Το 1971, το έγκλημα ολοκληρώθηκε με την αυθαίρετη απαλλοτρίωση των ελληνικών περιουσιών. Την ίδια χρονιά, η Άγκυρα έκλεισε τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Άγκυρα προχώρησε και σε νέες προκλήσεις (εποικισμός των κατεχομένων εδαφών, ανακήρυξη του ψευδοκράτους, αμφισβήτηση του εθνικού εναέριου και θαλάσσιου χώρου κ.ά.).


Οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις του 1963-1964

Όπως προαναφέραμε στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε και επίσημα ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, ο πολιτικός βίος του νέου κράτους αποδείχθηκε εξαρχής πολύ δύσκολος. Τον Δεκέμβριο του 1963, ο Μακάριος Γ’ πρότεινε 13 συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων και την κατάργηση του δικαιώματος της αρνησικυρίας (βέτο) του Τουρκοκύπριου αντιπροέδρου, ο οποίος το ασκούσε σχεδόν σε κάθε απόφαση του Μακάριου Γ’ οδηγώντας τη χώρα σε ουσιαστική ακυβερνησία. Οι Τουρκοκύπριοι, υποκινούμενοι από την Άγκυρα, αρνήθηκαν κάθε συνταγματική μεταρρύθμιση θεωρώντας ότι προσβάλλονται τα συμφέροντά τους. Παράλληλα ξέσπασαν σοβαρές ενδοκοινοτικές ταραχές. Αίτημα των Τουρκοκυπρίων, αλλά και της Άγκυρας, ήταν η διχοτόμηση του νησιού στον 35ο παράλληλο, ενώ οι Ελληνοκύπριοι ζητούσαν ένα κράτος λειτουργικό, με συνταγματικά εξασφαλισμένα μειονοτικά δικαιώματα για τους Τουρκοκυπρίους.

Στις 21 Δεκεμβρίου του 1963, ένοπλοι Τουρκοκύπριοι περικύκλωσαν μια ελληνοκυπριακή περίπολο της αστυνομίας στη Λευκωσία, πρωτεύουσα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων που ακολούθησαν ήταν ο θάνατος τριών ατόμων, δύο Τουρκοκυπρίων και ενός Ελληνοκυπρίου. Πολιτικοί παράγοντες των δύο κοινοτήτων κατηγορούσαν αλλήλους για το περιστατικό. Οι Ελληνοκύπριοι κατηγορούσαν τους Τουρκοκύπριους ότι επιδιώκουν τη διχοτόμηση του νησιού, ενώ οι Τουρκοκύπριοι κατηγορούσαν τους Ελληνοκύπριους ότι επιδιώκουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το επεισόδιο της 21ης Δεκεμβρίου ήταν το πρώτο από μια σειρά αιματηρών ταραχών, οι οποίες διήρκεσαν έως τις 10 Αυγούστου του 1964 και είχαν ως αποτέλεσμα τον de facto διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Συνολικά 538 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, εκ των οποίων 364 ήταν Τουρκοκύπριοι και 174 Ελληνοκύπριοι. Επίσης, η πληθυσμιακή κατανομή της Κύπρου άλλαξε, καθώς αρκετοί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι άφησαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές με συμπαγή τουρκοκυπριακό και ελληνοκυπριακό πληθυσμό αντίστοιχα.

Δύο μόλις μέρες μετά το επεισόδιο της 21ης Δεκεμβρίου ξέσπασαν ταραχές σε ολόκληρη τη Λευκωσία. Εκτός από τη Λευκωσία, ταραχές ξέσπασαν και σε άλλες πόλεις, όπως στη Λάρνακα, την Κυρήνεια, τον Άγιο Βασίλειο κ.α. Οι Τουρκοκύπριοι, φοβούμενοι για τη ζωή και την περιουσία τους, άρχισαν να καταφεύγουν πρόσφυγες σε περιοχές με συμπαγή τουρκοκυπριακό πληθυσμό. Έτσι δημιουργήθηκαν οι θύλακες. Από την άλλη πλευρά, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και οι εφημερίδες της χώρας, οι οποίες είχαν περάσει πλέον στον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, παρουσίαζαν τις ταραχές ως νόμιμη άμυνα του κράτους απέναντι στην προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων να καταλύσουν τη δημοκρατία και να διχοτομήσουν το νησί. Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1963, οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις είχαν περικυκλώσει τις τουρκοκυπριακές γειτονιές της Λευκωσίας και είχαν λάβει θέσεις για την τελική τους επίθεση με στόχο την εκκαθάριση της πρωτεύουσας από τους Τουρκοκύπριους. Η απειλή της Τουρκίας για στρατιωτική εισβολή έπεισε τον Μακάριο Γ’ να αποδεχθεί κατάπαυση του πυρός, την ίδια μέρα, υπό την αιγίδα των βρετανικών δυνάμεων, οι οποίες άρχισαν να περιπολούν στους δρόμους της Λευκωσίας στις 30 Δεκεμβρίου. Στους όρους της κατάπαυσης του πυρός υπήρχε και πρόνοια για την ανταλλαγή αιχμαλώτων.

Η διαμεσολάβηση των Βρετανών έπεισε τον Μακάριο Γ’ ότι η τουρκική απειλή για στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο ήταν μια ακόμα μπλόφα της Άγκυρας. Έτσι, την Πρωτοχρονιά του 1964 δήλωσε δημόσια ότι δεν αποδέχεται πλέον τους όρους της Συνθήκης Συμμαχίας και Εγγυήσεως, το άρθρο 4 της οποίας έδινε το δικαίωμα στην Τουρκία για μονομερή στρατιωτική επέμβαση για την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Λίγο αργότερα, υπό την πίεση των Βρετανών, ο Μακάριος Γ’ αναγκάστηκε να αποσύρει την αρχική του δήλωση και την αντικατέστησε με μια γενικόλογη επιθυμία για κατάργηση της Συνθήκης Συμμαχίας και Εγγυήσεως μέσω όμως πολιτικών διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων. Για την εκτόνωση της κρίσης, η βρετανική κυβέρνηση κάλεσε τα εμπλεκόμενα μέρη στο Λονδίνο για διαβουλεύσεις, οι οποίες ξεκίνησαν στις 15 Ιανουαρίου.

Στο Λονδίνο, οι Ελληνοκύπριοι επέμειναν στην κατάργηση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου. Επιθυμούσαν μια ενωμένη Κυπριακή Κυβέρνηση, η οποία θα ήταν ελεύθερη να τροποποιεί το σύνταγμά της κατά βούληση. Ο Μακάριος Γ’ συμφώνησε να ενσωματωθούν ορισμένα τουρκοκυπριακά μειονοτικά δικαιώματα στο σύνταγμα, αλλά επέμεινε ότι τα δικαιώματα αυτά δεν θα πρέπει να συνοδεύονται από απειλές για έξωθεν στρατιωτική επέμβαση. Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι επέμειναν στη διατήρηση των συμφωνηθέντων με το επιχείρημα ότι τα γεγονότα του προηγούμενου Δεκεμβρίου απέδειξαν ότι η ασφάλεια των Τουρκοκυπρίων θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο εφόσον οι δύο κοινότητες χωρίζονταν με φυσικά γεωγραφικά σύνορα (διχοτόμηση). Η διχοτόμηση και η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους στην Κύπρο ήταν η πρώτη επιλογή των Τουρκοκυπρίων. Εναλλακτικά, υποστήριζαν τη διχοτόμηση του νησιού και την ένωση των δύο κοινοτήτων στην Ελλάδα και την Τουρκία αντίστοιχα. Με δεδομένο ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν δεχόταν να συμβιβαστεί με τις απαιτήσεις της άλλης, η διάσκεψη έληξε χωρίς αποτέλεσμα στις 31 Ιανουαρίου.

Το ναυάγιο της διάσκεψης του Λονδίνου οδήγησε σε κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Οι Βρετανοί δήλωσαν ξεκάθαρα στον Μακάριο Γ’ ότι δεν είναι διατεθειμένοι να λειτουργήσουν ως η μοναδική ειρηνευτική δύναμη στο νησί και, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ, πρότειναν την αποστολή μιας νατοϊκής δύναμης για την εξασφάλιση της ειρήνης και της τάξης στην Κύπρο. Η Ελλάδα και η Τουρκία αποδέχθηκαν την πρόταση, μη θέλοντας να έρθουν σε ανοιχτή σύγκρουση με την Ουάσιγκτον (όντας μέλη του ΝΑΤΟ και οι δύο), αλλά η Σοβιετική Ένωση αντέδρασε και δήλωσε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί μια Κύπρο κάτω από νατοϊκό έλεγχο. Στην Κύπρο, οι Τουρκοκύπριοι αποδέχθηκαν την πρόταση, αλλά οι Ελληνοκύπριοι την απέρριψαν (μάλιστα κατέστησαν τη διαφωνία τους ξεκάθαρη όταν στις 4 Φεβρουαρίου τοποθέτησαν βόμβα στην Αμερικανική πρεσβεία στη Λευκωσία). Μετά το ναυάγιο και αυτής της πρότασης, οι συγκρούσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που είχαν στο μεταξύ ξεσπάσει από τις αρχές Φεβρουαρίου, επικεντρώθηκαν στην περιοχή της Πάφου, στη Λεμεσό και στον Άγιο Σωζόμενο.

Μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου και με τη διαμεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας, οι συγκρούσεις στην Κύπρο είχαν τεθεί υπό έλεγχο. Τη μέρα εκείνη η Μ. Βρετανία συγκάλεσε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με θέμα την Κύπρο. Μετά από τρεις σχεδόν εβδομάδες συζητήσεων και παρασκηνιακών διαβουλεύσεων, το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε, στις 4 Μαρτίου, την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (UNFICYP : United Nations Peace-Keeping Force In Cyprus) και τον διορισμό ενός ουδέτερου διαμεσολαβητή. Η δύναμη UNFICYP τελούσε και συνεχίζει να τελεί υπό τον άμεσο έλεγχο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ. Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαβουλεύσεων στον ΟΗΕ, οι δύο κοινότητες στην Κύπρο απέφυγαν τις συγκρούσεις, έτσι ώστε να μην υπονομεύσουν τα επιχειρήματα των αντιπροσώπων τους.

Για τον Μακάριο Γ’ και τους Ελληνοκυπρίους, η ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ ήταν μεν αναγκαία για τη διατήρηση μιας στοιχειώδους τάξης στο νησί, αλλά παράλληλα ήταν και μια de facto διχοτόμηση της Κύπρου σε ελληνοκυπριακούς και τουρκοκυπριακούς τομείς. Από τις 4 Μαρτίου, όταν και αποφασίστηκε η αποστολή της ειρηνευτικής δύναμης, μέχρι τις 27 Μαρτίου, όταν ο διοικητής της την χαρακτήρισε επιχειρησιακή, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι προσπάθησαν, δια των όπλων, να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όσο το δυνατό μεγαλύτερα εδάφη, δεδομένου ότι, με την UNFICYP στο νησί, οι επιθέσεις θα ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθούν, αφού κάτι τέτοιο θα στερούσε από την κοινότητα που άρχιζε τις εχθροπραξίες την έξωθεν καλή μαρτυρία. Έτσι, το διάστημα 4-27 Μαρτίου οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις κορυφώθηκαν.

Οι πρώτες σοβαρές συγκρούσεις έλαβαν χώρα στο χωριό Άγιος Θεόδωρος στις 5 και 6 Μαρτίου. Στις 7 Μαρτίου, οι δύο κοινότητες συμφώνησαν σε ανταλλαγή αιχμαλώτων. Περίπου 49 Τουρκοκύπριοι και τέσσερις Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι ελευθερώθηκαν και παραδόθηκαν στις αρχές των κοινοτήτων τους. Ωστόσο, οι Τουρκοκύπριοι ανέμεναν την απελευθέρωση 225 αιχμαλώτων. Η απελευθέρωση μόλις 49 αιχμαλώτων, έπεισε τους Τουρκοκύπριους ότι οι Ελληνοκύπριοι εκτελούν τους περισσότερους Τουρκοκυπρίους αιχμαλώτους. Έτσι, οι συγκρούσεις ξανάρχισαν, ιδιαίτερα στις περιοχές πέριξ των χωριών Κτήμα και Μαλλιά. Στις 7 Μαρτίου, ένοπλοι Τουρκοκύπριοι συνέλαβαν εκατοντάδες Ελληνοκύπριους στο χωριό Κτήμα, ως αντίποινα για το θάνατο ενός Τουρκοκυπρίου νωρίτερα την ίδια μέρα. Η αντίδραση των Ελληνοκυπρίων ήταν να συλλάβουν εκατοντάδες Τουρκοκυπρίους από τα χωριά Κτήμα και Λάπηθος. Η σύγκρουση γενικεύτηκε και μέχρι τις 9 Μαρτίου, όταν δηλαδή αποφασίστηκε η κατάπαυση του πυρός και η ανταλλαγή αιχμαλώτων, ο τουρκοκυπριακός τομέας, στο χωριό Κτήμα, είχε περιοριστεί σε μερικά οικοδομικά τετράγωνα, στα οποία είχαν καταφύγει όλοι οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι του χωριού. Έτσι, μετά τη Λευκωσία και τη Λάρνακα, και στο Κτήμα είχε δημιουργηθεί ένας τουρκοκυπριακός θύλακας (τη γραμμή εκεχειρίας πέριξ των τουρκοκυπριακών θυλάκων περιπολούσαν βρετανικές δυνάμεις).

Ανάλογες συγκρούσεις ξέσπασαν και στο χωριό Μαλλιά στις 7 Μαρτίου. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο 200 περίπου πρόσφυγες Τουρκοκύπριοι από τα χωριά Πραστιό και Κιθάσι. Στην προσπάθειά της να αφοπλίσει τον τουρκοκυπριακό πληθυσμό του χωριού, η κυβέρνηση διέταξε ενόπλους Ελληνοκυπρίους να εισβάλουν στο χωριό και να επιτεθούν στις τουρκοκυπριακές συνοικίες. Όλοι οι Τουρκοκύπριοι του χωριού υποχώρησαν στο σχολείο της κοινότητας, όπου περικυκλώθηκαν και πολιορκήθηκαν από τους Ελληνοκυπρίους. Στις 10 Μαρτίου επενέβησαν οι βρετανικές δυνάμεις και οι Τουρκοκύπριοι συμφώνησαν τελικά να παραδώσουν τα όπλα τους.

Για μια ακόμα φορά, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε την έκρυθμη κατάσταση στο εσωτερικό της Κύπρου και στις 13 Μαρτίου επέδωσε τελεσίγραφο στην κυβέρνηση της Κύπρου, στο οποίο ανέφερε ότι θα εισβάλει εντός 36 ωρών, εάν δεν απελευθερώνονταν όλοι οι Τουρκοκύπριοι αιχμάλωτοι και δεν εξασφαλιζόταν το δικαίωμα των Τουρκοκυπρίων για ελεύθερη μετακίνηση εντός της κυπριακής επικράτειας. Η Ελλάδα απείλησε ότι εάν η Τουρκία εισβάλει στην Κύπρο, η Αθήνα θα συνδράμει στρατιωτικά την κυπριακή άμυνα, ενώ και η Σοβιετική Ένωση διεμήνυσε στον Κύπριο πρεσβευτή στη Μόσχα ότι είναι έτοιμη να βοηθήσει την Κύπρο. Το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον πίεσαν την Άγκυρα να μην εισβάλει και ως αντάλλαγμα δεσμεύτηκαν για την παροχή έκτακτης στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας στη χώρα. Τελικά η Άγκυρα αναδιπλώθηκε και δεσμεύτηκε να μην εισβάλει. Σε αυτό βοήθησαν δύο γεγονότα. Πρώτον, η αποβίβαση Καναδών κυανόκρανων στο νησί, στις 14 Μαρτίου, στο πλαίσιο της UNFICYP και, δεύτερον, η αδυναμία της Τουρκίας να εκτελέσει αποτελεσματική αποβατική ενέργεια, από αέρος και από θαλάσσης, λόγω έλλειψης ικανού αριθμού αποβατικών πλοίων και εναέριων μέσων (αεροσκάφη και ελικόπτερα). Προς στιγμήν φάνηκε ότι η κατάσταση θα εκτονωνόταν, αλλά τελικά η κυβέρνηση συνέχισε τις επιχειρήσεις προκειμένου να θέσει υπό τον έλεγχό της όλους ή τουλάχιστον τους περισσότερους τουρκοκυπριακούς θύλακες. Έτσι, στις 19 Μαρτίου, ελληνοκυπριακές δυνάμεις επιτέθηκαν στο τουρκοκυπριακό χωριό Γκαζιβεράν, ένα παραθαλάσσιο χωρίο στον Κόλπο της Μόρφου, μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Η επιχείρηση για την κατάληψη του χωρίου απέτυχε, αλλά στο πλαίσιο της κατάπαυσης του πυρός επετράπη στους Ελληνοκύπριους η ελεύθερη πρόσβαση στο χωριό.

Η 27η Μαρτίου βρήκε τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκυπρίους να μάχονται σε ολόκληρη την Κύπρο και την UNFICYP να δηλώνει έτοιμη να αναλάβει τα καθήκοντά της. Την ίδια μέρα, η UNFICYP παρέλαβε τον έλεγχο, από τους Βρετανούς, όλων των παρατηρητηρίων κατά μήκος και πέριξ των ζωνών κατάπαυσης τους πυρός, που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων τις προηγούμενες μέρες. Μέχρι τις αρχές Ιουνίου είχαν προωθηθεί στην Κύπρο 6.411 κυανόκρανοι. Παρά τη συνεχή ενίσχυση της UNFICYP σε ανθρώπινο δυναμικό και μέσα, η κατάσταση στην Κύπρο συνέχισε να είναι έκρυθμη μέχρι τις 14 Ιουνίου. Ουσιαστικά η UNFICYP δεν είχε το δικαίωμα να επέμβει στρατιωτικά, καθώς είχε σαφείς οδηγίες να χρησιμοποιεί βία μόνο για αυτοάμυνα. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις επενέβαινε αργά, όταν δηλαδή οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι είχαν ήδη συγκρουστεί και είχαν αφήσει νεκρούς στο πεδίο της μάχης.

Στις 4 Απριλίου, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι συγκρούστηκαν στην Τυλληρία, μια περιοχή στη βορειοδυτική ακτή της Κύπρου, για τον έλεγχο του κύριου οδικού άξονα. Μόλις στις 8 Απριλίου, δηλαδή μετά από τέσσερις μέρες μαχών, η UNFICYP κατάφερε να πείσει τις δύο πλευρές για κατάπαυση του πυρός, να αναλάβει τον έλεγχο της περιοχής και να εξασφαλίσει την ελεύθερη πρόσβαση στον κεντρικό οδικό άξονα. Ομοίως, στις 25 Απριλίου ξέσπασαν νέες συγκρούσεις, τη φορά αυτή για τον έλεγχο της Κυρήνειας και του ορεινού όγκου πέριξ της πόλης. Η θέση ήταν στρατηγικής σημασίας καθώς επέτρεπε, σε όποιον είχε τον έλεγχο της περιοχής, να ελέγχει σχεδόν ολόκληρη τη βόρεια ακτογραμμή και την περιοχή της Λευκωσίας. Την περιοχή είχαν υπό τον έλεγχό τους οι Τουρκοκύπριοι και, στις 25 Απριλίου, οι Ελληνοκύπριοι εξαπέλυσαν την επίθεσή τους. Η προσπάθειες της UNFICYP για κατάπαυση του πυρός αγνοήθηκαν παντελώς και από τις δύο πλευρές. Τελικά η κατάπαυση του πυρός συμφωνήθηκε στις 29 Απριλίου. Οι Τουρκοκύπριοι κατάφεραν να διατηρήσουν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της περιοχής, ενώ οι Ελληνοκύπριοι κατάφεραν να αποσπάσουν κάποια σημαντικά σημεία.

Η αδυναμία της UNFICYP να επιβάλει την τάξη στην Κύπρο, σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να αφοπλίσει τις ένοπλες ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές ομάδες, είχαν ως αποτέλεσμα την κλιμάκωση της έντασης και των συγκρούσεων (ήδη οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίζονταν για 130η ημέρα, ενώ η μη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην κυβέρνηση είχε οδηγήσει τη δημόσια διοίκηση σε τέλμα). Πολλοί κατηγόρησαν τον Μακάριο Γ’ για την αδυναμία της κυβέρνησής του να επιβάλει τον αφοπλισμό των ενόπλων. Ωστόσο, δεδομένης της εχθρότητας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, κάθε έκκληση του Μακάριου Γ’ για αφοπλισμό των Τουρκοκυπρίων ήταν ανώφελη. Και τούτο διότι οι Τουρκοκύπριοι ένοπλοι τελούσαν υπό τις διαταγές της Τουρκικής Οργάνωσης Αντίστασης (TMT : Türk Mukavemet Te kilat), την οποία είχε ιδρύσει το 1958 ο Ραούφ Ντενκτάς. Αλλά και οι Ελληνοκύπριοι αγνοούσαν επιδεικτικά τις εκκλήσεις του Μακάριου Γ’, πιθανόν υπό την καθοδήγηση του αρχηγού της ΕΟΚΑ Γρίβα, ο οποίος εκείνη την εποχή βρισκόταν στην Αθήνα.

Στις 11 Μαΐου σημειώθηκε νέο αιματηρό επεισόδιο στην Αμμόχωστο όταν τρεις Ελληνοκύπριοι, όλοι τους στελέχη των δυνάμεων ασφαλείας, σκοτώθηκαν σε ανταλλαγή πυρών με έναν Τουρκοκύπριο αστυνομικό, στην προσπάθειά τους να εισέλθουν στον τουρκοκυπριακό τομέα χωρίς να υποστούν έλεγχο. Στη συμπλοκή, ο Τουρκοκύπριος αστυνομικός και ένας άοπλος Τουρκοκύπριος πολίτης σκοτώθηκαν. Το επεισόδιο πυροδότησε νέο κύκλο συγκρούσεων και στο διάστημα 11-13 Μαΐου, 35 Τουρκοκύπριοι σκοτώθηκαν σε αντίποινα για τον θάνατο των Ελληνοκυπρίων στην Αμμόχωστο. Μάλιστα η κατάσταση εκτραχύνθηκε τόσο πολύ, ώστε άγνωστοι απήγαγαν και δολοφόνησαν τον Βρετανό ανώτερο αξιωματικό Μάσεϊ, ο οποίος είχε αναλάβει τη διερεύνηση του επεισοδίου στην Αμμόχωστο (για το περιστατικό αυτό η μια κοινότητα κατηγορεί την άλλη, αν και μέχρι σήμερα οι συνθήκες και οι ένοχοι για τη δολοφονία του Μάσεϊ δεν έχουν αποκαλυφθεί).

Το επεισόδιο στην Αμμόχωστο έπεισε την Άγκυρα ότι μόνο μια στρατιωτική επέμβαση θα εξασφάλιζε την προστασία των Τουρκοκυπρίων. Μάλιστα, οι σχετικές προετοιμασίες άρχισαν τον Ιούνιο του 1964. Στις 4 Ιουνίου η Τουρκία δήλωσε δημόσια ότι πρόκειται να εισβάλει στην Κύπρο και έθεσε τις ένοπλες δυνάμεις της σε κατάσταση ετοιμότητας. Από την άλλη, η επιμονή του Μακαρίου Γ’ να αγοράζει όπλα από τη Σοβιετική Ένωση και την Τσεχοσλοβακία, θορύβησαν το Λονδίνο και την Ουάσιγκτον. Πολλοί ιστορικοί θεωρούν ότι από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι Μεγάλες Δυνάμεις άρχισαν να υποστηρίζουν την ιδέα μιας τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Το ερώτημα είναι: Γιατί; Το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον ανησυχούσαν διότι η αποσταθεροποίηση της Κύπρου θα είχε αρνητικές συνέπειες στην πολιτική τους για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής. Ο Μακάριος Γ’, με την πολιτική του επιλογή για αυστηρή ουδετερότητα της Κύπρου και την επιμονή του να αγοράζει όπλα από χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, δεν θεωρούταν αξιόπιστος συνομιλητής, πόσω δε μάλλον αξιόπιστος σύμμαχος. Η Αθήνα πάλι δεν είχε καμία ξεκάθαρη πολιτική πλην της γενικής ρητορικής περί ενώσεως. Έτσι, Λονδίνο και Ουάσιγκτον πείστηκαν ότι η διχοτόμηση της Κύπρου, με τους Τουρκοκυπρίους στα βόρεια και τους Ελληνοκυπρίους στο νότο, θα έφερνε την πολυπόθητη ηρεμία.

Μετά την τουρκική δήλωση της 4ης Ιουνίου περί επικείμενης εισβολής, η Ουάσιγκτον, μέσω του Υφυπουργού Εξωτερικών Τζωρτζ Μπολ, διεμήνυσε στην Αθήνα ότι θέση της κυβερνήσεώς του είναι πως η Ελλάδα και η Τουρκία έπρεπε να συζητήσουν απ’ ευθείας για το Κυπριακό Ζήτημα, κάτι που Αθήνα απέκλειε για να μην καταστεί το πρόβλημα της Κύπρου διμερές ελληνοτουρκικό ζήτημα και ότι πλέον η Ουάσιγκτον δεν είναι πια σε θέση να επέμβει και να ματαιώσει μια τουρκική εισβολή στο νησί. Μάλιστα προσκάλεσε τον Γεώργιο Παπανδρέου (και τον Ισμέτ Ινονού, Πρόεδρο της Τουρκίας) στην Ουάσιγκτον για άμεσες συνομιλίες.

Η ελληνική αντιπροσωπεία αποτελούταν από τον Γεώργιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο. Στη συνάντηση, ο Τζόνσον είχε μία και μόνη γραμμή: πως ο Παπανδρέου έπρεπε να συναντηθεί με τον Ινονού και πως έπρεπε να γίνουν διαπραγματεύσεις σε επίπεδο κορυφής. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Παπανδρέου “…Αυτό που έγινε στη συνάντηση δεν ήταν συζήτηση. Ήταν μονόλογος”. Η θέση των ΗΠΑ ήταν απόλυτη και μη διαπραγματεύσιμη. Αυτό φάνηκε στις διαδοχικές συναντήσεις που είχε η ελληνική αντιπροσωπεία με τον Υπουργό Εξωτερικών Ντιν Ρασκ και τον Υπουργό Άμυνας Ρόμπερτ Μακναμάρα. Ο Ρασκ τόνισε ότι εάν η Ελλάδα δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του Προέδρου Τζόνσον, η Τουρκία θα εξαπέλυε επίθεση κατά της Ελλάδας και της Κύπρου και ότι οι ΗΠΑ δεν θα έκαναν τίποτα να την σταματήσουν. Ο Μακναμάρα τόνισε την ισχύ της τουρκικής αεροπορίας για να λάβει την απάντηση από τον Παπανδρέου ότι “… Η Τουρκία συνορεύει με χώρα, η οποία διαθέτει πολύ ισχυρότερη αεροπορία”.

Οι στρατιωτικές προετοιμασίες της Τουρκίας δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον Μακάριο Γ’, ο οποίος ζήτησε την στρατιωτική συνδρομή της Ελλάδας. Πράγματι, η Αθήνα συναίνεσε και αποφάσισε να αποστείλει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη επιπέδου Μεραρχίας με διοικητή τον Γρίβα. Το διάστημα 14 Ιουνίου-5 Αυγούστου, 5.000 στρατιώτες από την Ελλάδα αποβιβάστηκαν στην Κύπρο και προστέθηκαν στους 950 άνδρες της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου), η παρουσία των οποίων στη Μεγαλόνησο προβλεπόταν από τη Συνθήκη Συμμαχίας και Εγγυήσεως του 1960. Επιπλέον, τον Ιούνιο, η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει το σύστημα της υποχρεωτικής στράτευσης. Με το μέτρο αυτό και τις ενισχύσεις που κατέφθασαν από την Ελλάδα, οι ένοπλοι της Εθνικής Φρουράς ανήλθαν, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε 21.000 περίπου, εκ των οποίων οι 15.000 ήταν Ελληνοκύπριοι στρατεύσιμοι. Τυπικά, τα δύο ελληνικά ένοπλα σώματα διατηρούσαν την αυτονομία τους. Διοικητής της Εθνικής Φρουράς ήταν ο στρατηγός Καραγιάννης, ενώ διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων που είχε στείλει η Ελλάδα ήταν ο Γρίβας. Μοιραία, ο Γρίβας και ο Καραγιάννης ήρθαν σε ρήξη, η οποία ξεπεράστηκε στις 15 Αυγούστου με την παραίτηση του τελευταίου. Στη διοίκηση της Εθνικής Φρουράς τον διαδέχθηκε ο Γρίβας. Ανάλογες προετοιμασίες έκαναν και οι Τουρκοκύπριοι, προφανώς για να είναι έτοιμοι να συνδράμουν τις τουρκικές δυνάμεις, όταν αυτές πραγματοποιούσαν την εισβολή. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της UNFICYP, το καλοκαίρι του 1964 η ΤΜΤ έλεγχε 12.000 περίπου ενόπλους Τουρκοκυπρίους και 650 Τούρκους στρατιώτες της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου).

Με 21.000 Έλληνες και Ελληνοκύπριους στρατιώτες στο νησί και με τη διαβεβαίωση της Μόσχας ότι θα συνδράμει την άμυνα της Κύπρου σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης, οι ΗΠΑ άσκησαν πίεση στην Τουρκία να μην προχωρήσει στο σχέδιο της εισβολής. Η Ουάσιγκτον πίστευε ότι μια εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο θα οδηγούσε δύο μέλη του ΝΑΤΟ σε ένοπλη σύρραξη. Για τις ΗΠΑ, η μόνη εναλλακτική και βιώσιμη λύση ήταν η ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, όχι όμως ως ανεξάρτητο κράτος, αλλά ως έδαφος της Ελλάδας. Έτσι προτάθηκε το «Σχέδιο Άτσεσον», σύμφωνα με το οποίο η Κύπρος θα ενσωματωνόταν στην Ελλάδα, ενώ η Τουρκία θα αποκτούσε μια στρατιωτική βάση στη Χερσόνησο της Καρπασίας για μία περίοδο 50 ετών. Εκεί η Τουρκία θα είχε το δικαίωμα να εγκαταστήσει όσες στρατιωτικές δυνάμεις επιθυμούσε. Το σχέδιο εξετάστηκε απ’ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, δείγμα της πρόθεσης συμβιβασμού απ’ όλες τις πλευρές, αλλά οι σοβαρές συγκρούσεις, οι οποίες ξέσπασαν στις 6 Αυγούστου στην Τυλληρία, κατέστρεψαν την όποια καλή διάθεση για συνεννόηση και συμβιβασμό είχε απομείνει.

Στις 6 Αυγούστου, δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς επιτέθηκαν σε χωριά Τουρκοκυπρίων στην περιοχή της Τυλληρίας. Η επίθεση ήταν ισχυρή και εξανάγκασε τους Τουρκοκυπρίους να οχυρωθούν σε ένα μικρό προγεφύρωμα κατά μήκος της ακτής. Στις 7 και 8 Αυγούστου και ενώ η Εθνική Φρουρά βομβάρδιζε τις θέσεις των Τουρκοκυπρίων, η τουρκική Πολεμική Αεροπορία προσέβαλε τις θέσεις της Εθνικής Φρουράς. Η εμπλοκή της Τουρκίας θεωρήθηκε από τον Μακάριο Γ’ ως επίθεση της Τουρκίας κατά της Κύπρου και, την ίδια μέρα, δήλωσε ότι εάν η Τουρκία δεν σταματήσει τις αεροπορικές επιθέσεις άμεσα, θα διέταζε την Εθνική Φρουρά να επιτεθεί σε κάθε τουρκοκυπριακό θύλακα και σε κάθε τουρκοκυπριακή συνοικία σε ολόκληρη την επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την έκρυθμη κατάσταση ήρθε να αποφορτίσει, στις 9 Αυγούστου, ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για άμεση κατάπαυση του πυρός. Το ψήφισμα έγινε αποδεκτό από τον Μακάριο Γ’ και τέθηκε σε εφαρμογή την επομένη, 10η Αυγούστου. Οι συγκρούσεις στην Τυλληρία άφησαν πίσω τους 83 νεκρούς και 181 τραυματίες και από τις δύο πλευρές.

H αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας

Το καλοκαίρι του 1964, ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε την αποστολή στην Κύπρο μιας ελληνικής Μεραρχίας ενισχυμένης σύνθεσης, με στόχο την άμυνα της Κύπρου σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, οι 10.000 άνδρες της ελληνικής μεραρχίας έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής αφήνοντας την Κύπρο ανυπεράσπιστη στις στρατιωτικές ορέξεις της Άγκυρας: Επτά χρόνια μετά, το καλοκαίρι του 1974, η Κύπρος θα δεχόταν τις βάρβαρες ορδές του «Αττίλα»! Η παρουσία της ελληνικής Μεραρχίας στην Κύπρο δημιούργησε νέα δεδομένα και ανέτρεψε το στρατιωτικό ισοζύγιο στο νησί υπέρ της Ελλάδας. Σημείο καμπής για την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας στην Κύπρο υπήρξαν τα γεγονότα στα χωριά Άγιος Θεόδωρος και Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967. Τότε, η μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων για αποκατάσταση της έννομης τάξης, καθώς και ο τρόπος προβολής των γεγονότων προς το εξωτερικό, έφεραν τις κυβερνήσεις της Κύπρου και της Ελλάδας σε δεινή πολιτική θέση.

Όλα ξεκίνησαν από την παρεμπόδιση της εισόδου, εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων, μιας περιπόλου της κυπριακής αστυνομίας στον ελληνικό τομέα του Αγίου Θεοδώρου. Η κυπριακή κυβέρνηση διέταξε τη διεξαγωγή στρατιωτικής επιχείρησης με στόχο να εξασφαλιστεί ο έλεγχος της περιοχής. Ο στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, ο οποίος ανέλαβε να σχεδιάσει και να εκτελέσει την επιχείρηση, κινητοποίησε ισχυρές στρατιωτικές μονάδες. Η δυσανάλογη στρατιωτική αντίδραση της κυπριακής κυβέρνησης εκλήφθηκε στο εξωτερικό ως μια ευρείας κλίμακας εκκαθαριστική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον ενός χωριού. Η Τουρκία κινητοποίησε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις απέναντι από την Κύπρο, καθώς και στα σύνορα με την Ελλάδα στον Έβρο. Η τουρκική κυβέρνηση απαίτησε τον άμεσο τερματισμό των επιχειρήσεων και απείλησε με στρατιωτική επέμβαση. Την επομένη, επιδόθηκε διπλωματική νότα προς την ελληνική κυβέρνηση με την οποία απαιτείτο η άμεση αποχώρηση της μεραρχίας, η ανάκληση του Γρίβα από την Κύπρο και η διάλυση της Εθνικής Φρουράς.

Οι ΗΠΑ ανέλαβαν άμεσα πρωτοβουλία με στόχο να αποτρέψουν τη σύγκρουση μεταξύ δύο κρατών-μελών του ΝΑΤΟ. Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Φίλιπς Τάλμποτ συνάντησε τον πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλια και του συνέστησε όπως η Ελλάδα επιδείξει καλή θέληση. Την ίδια στιγμή, ο πρόεδρος Τζόνσον όρισε ως ειδικό απεσταλμένο τον υφυπουργό Άμυνας Σάιρους Βανς, με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης. Εν τω μεταξύ, στην Τουρκία είχε καλλιεργηθεί πολεμικό κλίμα. Ο Τύπος έκανε λόγο για γενοκτονία των Τουρκοκυπρίων και καλούσε την Τουρκία να επέμβει στρατιωτικά. Σε αυτό το κλίμα, στις 28 Νοεμβρίου η Τουρκία απέστειλε μέσω του Σάιρους Βανς τελεσίγραφο στην Ελλάδα με το οποίο επέμενε στην άμεση αποχώρηση της μεραρχίας, στην ανάκληση του Γρίβα και στη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Την ίδια μέρα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Π. Πιπινέλης ανακοίνωσε την αποδοχή των τουρκικών όρων! Στην Κύπρο, ο Μακάριος δεν αποδέχθηκε τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς, ενώ αποδέχθηκε τους άλλους δύο όρους. Ο Κύπριος Αρχιεπίσκοπος έκρινε ότι εάν διαλυόταν η Εθνική Φρουρά, τότε η Κύπρος θα γινόταν έρμαιο των στρατιωτικών διαθέσεων της Άγκυρας. Με αυτό το σκεπτικό αντιπρότεινε τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς με παράλληλη αποχώρηση της ΕΛΔΥΚ (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) και της ΤΟΥΡΔΥΚ (Τουρκική Δύναμη Κύπρου).

Η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, τον Δεκέμβριο του 1967, αποτέλεσε την απαρχή της κυπριακής τραγωδίας, καθώς άνοιξε το δρόμο για την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Ιχσάν Τσακλαγιαγκίλ, ο οποίος δήλωσε ότι «η αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Κύπρο έχει μεταβάλει την ισορροπία δυνάμεων».

Προς την εισβολή

Η νέα εξωτερική πολιτική της Αθήνας, με μπροστάρη τον τότε υπουργό Εξωτερικών Π. Πιπινέλη, επικεντρώθηκε στην επίλυση του Κυπριακού με βάση την ανεξαρτησία εντός της Συμμαχίας και στην έναρξη διακοινοτικών συνομιλιών. Οι συνομιλίες ξεκίνησαν το 1968, με επικεφαλής τους Γ. Κληρίδη και Ρ. Ντενκτάς για την ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή κοινότητα αντίστοιχα και κατέληξαν σε ναυάγιο το 1971. Η Ελλάδα επεδίωκε την εξεύρεση μίας λύσης σε ελληνοτουρκικό επίπεδο και κατόπιν την επιβολή αυτής στον Μακάριο. Για την Τουρκία, τα πράγματα ήταν πιο απλά, καθώς η τουρκοκυπριακή κοινότητα ήταν «μαριονέτα» στα χέρια της Άγκυρας. Ήταν η περίοδος κατά την οποία η εξωτερική πολιτική της χούντας βρισκόταν σε σύγχυση. Πλέον, ήταν φανερή η ανοιχτή ρήξη μεταξύ του «Εθνικού Κέντρου» (δηλαδή της Αθήνας) και της Κύπρου. Οι διακοινοτικές συνομιλίες δεν οδηγούσαν πουθενά, καθώς, κατά τον Μακάριο, οι τουρκικές απαιτήσεις ήταν παράλογες.

Τη διάσταση μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας επεσήμανε και ο ύπατος αρμοστής της Βρετανίας στη Λευκωσία, Σερ Νόρμαν Κόσταρ. Ο τελευταίος ανέφερε το 1969 στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα ότι η ελληνική παρέμβαση στην κυπριακή πολιτική ζωή είναι αδέξια. Ο αρμοστής της Βρετανίας αναγνώριζε το αμετακίνητο του χαρακτήρα του Μακάριου, όπως επίσης και πως ήταν αδύνατη η γιγάντωση μίας αντιπολιτευτικής δύναμης έναντι του αρχιεπισκόπου, από τη στιγμή που η Αθήνα απαίτησε την απομάκρυνση του Γεωρκάτζη (υπουργού Εσωτερικών της Κύπρου, κατηγορήθηκε ότι βρισκόταν πίσω από την απόπειρα δολοφονίας κατά του Γ. Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη το 1968) από την κυβέρνηση, υπονομεύοντας έτσι την πολιτική επιβίωση του Γ. Κληρίδη. Ο τελευταίος θεωρούνταν από τους Βρετανούς ως ο πλέον κατάλληλος για να σπάσει τη μονοπωλιακή εξουσία του Μακάριου.

Μετά τον θάνατο του Πιπινέλη, το 1970, ο νέος υπουργός Εξωτερικών Χ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς προσπάθησε να καταλήξει σε μία κοινή γραμμή με τη Λευκωσία και κατόπιν να συνεννοηθεί με την Άγκυρα. Σύντομα όμως και μετά τη συνάντηση στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ στη Λισσαβόνα με τον Τούρκο ομόλογό του, αποφάσισε να ακολουθήσει και αυτός την πολιτική του Πιπινέλη. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 σημαδεύτηκαν από την έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, με αποκορύφωμα την κρίση των τσεχοσλοβακικών όπλων τον Φεβρουάριο του 1972 και την απαίτηση της Αθήνας για τη σύσταση κυβέρνησης εθνικής ενότητας στην Κύπρο. Η κρίση αποσοβήθηκε μετά από αμερικανική παρέμβαση.

Σημείο καμπής για τις περαιτέρω εξελίξεις απετέλεσε η ανατροπή του Παπαδόπουλου και η άνοδος του ταξίαρχου Δ. Ιωαννίδη στην ελληνική πολιτική σκηνή, στις 25 Νοεμβρίου του 1973. Ο τελευταίος ήρθε σε ανοικτή ρήξη με τον Μακάριο για το Κυπριακό, αν και έμμεσα υποστήριζε τη συνέχεια των ενδοκοινοτικών συνομιλιών. Σε ότι αφορά την ελληνοαμερικανική συνεννόηση και σύμφωνα με τα λεγόμενα του τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Χένρυ Τάσκα, ο Ιωαννίδης άφηνε να εννοηθεί ότι έχει απευθείας επαφές με τη CIA. Παρέκαμπτε δηλαδή την αμερικανική πρεσβεία, γεγονός που ίσως εξηγεί την αυτοπεποίθηση και τη σιγουριά του για τις κινήσεις του και τις εξελίξεις στο Κυπριακό. Η ανατροπή του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου του 1974 από τη χούντα των Αθηνών και η αντικατάστασή του από τον Σαμψών αποτελούν την ακροτελεύτια παράγραφο αυτής της πολυτάραχης περιόδου των 14 ετών.

Η πολιτική της Τουρκίας και η εγκληματική αδράνεια της Ελλάδας

Μελετώντας την πολιτική της Τουρκίας απέναντι στην ελληνική μειονότητα, αλλά και απέναντι σε άλλες εθνικές μειονότητες που ζουν στην Τουρκία, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η πολιτική της εθνοκάθαρσης και της δημιουργίας ενός εθνικά ομοιογενούς τουρκικού κράτους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από τους Νεότουρκους και αναβαθμίστηκε σε επίσημη κρατική πολιτική το 1908, όταν οι Νεότουρκοι κατέλαβαν την εξουσία στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918) και της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), ο Τουρκικός Στρατός εξαπέλυσε σφοδρές διώξεις, σε βαθμό γενοκτονίας, κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων του Πόντου και της Μικρά Ασίας. Στόχος ήταν η εξόντωση όλων των μειονοτήτων και η πλήρης τουρκοποίηση της πάλαι ποτέ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ατυχής κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας οδήγησε στην εξόντωση των Ελλήνων της Μικρά Ασίας.

Μετά το τέλος του πολέμου και την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, η Τουρκία απέκτησε τα σημερινά της σύνορα, τα οποία της άφησαν αρκετές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι, εβραίοι, Κούρδοι, Αλεβίτες, Σύροι κ.ά.). Στο πλαίσιο της δημιουργίας ισχυρής τουρκικής εθνικής συνείδησης, ο Κεμάλ εφάρμοσε ένα πρόγραμμα βίαιου εκτουρκισμού όλων των μειονοτήτων της χώρας και παραχάραξης της ιστορίας. Όσοι δεν συμμορφώνονταν προς τις υποδείξεις του τουρκικού κράτους εξοντώνονταν ή απελαύνονταν. Από το 1923 και μετά, παρατηρούμε μια συστηματική εξόντωση του εναπομείναντος ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Ο στόχος αυτός ουσιαστικά επετεύχθη. Χωρίς Έλληνες σε τουρκικό έδαφος, η Άγκυρα έθεσε σε εφαρμογή το επόμενο στάδιο της πολιτικής της. Την απόσπαση εδαφών από την Ελλάδα. Το είδαμε να συμβαίνει με τραγικό τρόπο στην Κύπρο το 1974, ενώ ο εκτουρκισμός, με την ανοχή του ελληνικού κράτους, της μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης θέτει αυτομάτως το ζήτημα της αυτονόμησης της περιοχής σε μελλοντικό χρόνο, όταν τα πληθυσμιακά δεδομένα θα έχουν αλλάξει υπέρ των μουσουλμάνων. Άραγε το ίδιο δεν συνέβη και στο Κόσσοβο, όπου ένα κυρίαρχο κράτος απώλεσε την επικυριαρχία μιας ολόκληρης επαρχίας; Και δεν είναι μόνο η Δυτική Θράκη. Για την Τουρκία, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στην Ελλάδα και τη νοτιοανατολική Βουλγαρία είναι εθνικές μειονότητες, οι οποίες μάλιστα γειτνιάζουν. Εάν αφαιρέσουμε τα σύνορα Ελλάδας-Βουλγαρίας στην περιοχή, θα δούμε ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί καταλαμβάνουν μια σημαντική έκταση, την οποία η Άγκυρα εποφθαλμιά.

Ανάλογες βλέψεις υπάρχουν και στο Αιγαίο. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η απόσπαση ελληνικών νησιών, αλλά και η συνεκμετάλλευση των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Αιγαίου. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία αρχίζει να θέτει θέμα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα, ενώ γνωστές είναι και οι θεωρίες περί γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο. Απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, η Ελλάδα δείχνει μια παράδοξη ηττοπάθεια και αδυναμία αντίδρασης. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι Τούρκοι, όταν νιώθουν απέναντι τους ένα ισχυρό κράτος, υποχωρούν και προσποιούνται τους διαλλακτικούς. Για παράδειγμα, τον Μάρτιο του 1987, όταν η Τουρκία προσπάθησε να δημιουργήσει τετελεσμένα στο Αιγαίο, συνάντησε τη δυναμική αντίδραση της Ελλάδας, η οποία ξεκαθάρισε προς φίλους και εχθρούς ότι δεν διαπραγματεύεται τα κυρίαρχα δικαιώματά της και ότι δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των όπλων για να προασπίσει την εδαφική της ακεραιότητα. Μπροστά σε αυτή τη δυναμική στάση οι Τούρκοι υπαναχώρησαν. Τον Ιανουάριο του 1996 βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μια ακόμα τουρκική πρόκληση με τα γνωστά αποτελέσματα.

Το πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι ότι οι μεν Τούρκοι δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν την απειλή χρήσης βίας για να πετύχουν τους σκοπούς τους, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η οποία προβάλλει ως περίπου μονόδρομο τη διατήρηση της ειρήνης. Αλλά ο επιτιθέμενος δεν είναι πρόθυμος να υποστεί θυσίες. Αυτό μας διδάσκει ο Θουκυδίδης. Ότι δηλαδή ο ισχυρός προχωρά μέχρι εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του, ενώ ο αδύναμος υποχωρεί μέχρι εκεί που του επιβάλλει η αδυναμία του. Όταν η Ελλάδα υποχωρεί διαρκώς, γιατί η Τουρκία να μη διεκδικεί περισσότερα; Δυστυχώς, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 1974 πιστεύουν στην πολιτική του κατευνασμού της Τουρκίας και της βελτίωσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η Τουρκία εκλαμβάνει την πολιτική αυτή όχι ως ένδειξη καλής θέλησης, αλλά ως ένδειξη αδυναμίας μας. Γι’ αυτό και διεκδικεί συνεχώς περισσότερα.

Δυστυχώς, το βαθύτερο σύμπλεγμα της Ελλάδας, η αχίλλειος πτέρνα μας, είναι η μόνιμη απαίτησή μας να θέλουμε οι άλλοι να εγγυώνται και να εξασφαλίζουν τα σύνορά μας. Μιλάμε για τις αρχές του διεθνούς δικαίου, όταν όλοι οι άλλοι μιλούν για την αρχή της ευθυδικίας και το δίκιο του ισχυρού. Πότε άραγε εφαρμόσθηκε το διεθνές δίκαιο μετά το 1945; Μήπως στο Κόσσοβο ή στην Κύπρο; Η ελληνική ηγεσία φαίνεται να μην κατανοεί ότι ο ισχυρός επιβάλλει και ο αδύναμος αποδέχεται. Η Τουρκία δεν είναι πιο ισχυρή από την Ελλάδα. Υπερεκτιμημένη μετοχή είναι, την οποία εμείς θεωρούμε σχεδόν υπερδύναμη. Συνεχώς αναρωτιόμαστε τι θα μας κάνει η Τουρκία αν κάνουμε τούτο ή το άλλο και ποτέ δεν δοκιμάζουμε να πράξουμε ούτε τούτο ούτε το άλλο. Υποχωρούμε συνεχώς και διαρκώς, διότι θεωρούμε ότι η Τουρκία θα αντιδράσει δυναμικά εναντίον μας. Μας αρέσει να αφήνουμε τα γεγονότα να εξελιχθούν, τρέχουμε πίσω από αυτά όταν ξεσπάσουν και μετά κατηγορούμε όλο τον κόσμο ότι είμαστε θύματα μιας σκοτεινής συνωμοσίας που στόχο έχει την εξαφάνιση του ελληνικού έθνους.

Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Η αλήθεια είναι ότι μας αρέσει να κρύβουμε τις αδυναμίες μας πίσω από τα γεγονότα και να κατηγορούμε τα γεγονότα για την κακή μας μοίρα. Θεωρούμε ότι εμείς αρμενίζουμε σωστά και ότι στραβός είναι ο γιαλός. Με αυτή τη λογική όμως, το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν εξυπηρετούμε σωστά τα εθνικά μας συμφέροντα. Και αυτό στις μέρες μας κοστίζει πολύ ακριβά.

Η στάση της Μεγάλης Βρετανίας

Ευθείς εξαρχής η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο βασίστηκε στην αρχή του «Διαιρεί και Βασίλευε», αρχή η οποία εφαρμόστηκε με επιτυχία στην περίπτωση της Ινδίας το 1947, με τη δημιουργία δύο εθνικών κρατών (Ινδίας και Πακιστάν) και μίας αμφισβητούμενης περιοχής (Κασμίρ). Η ίδια αρχή εφαρμόστηκε και στην Κύπρο. Αρχικά, το νησί «διαμοιράστηκε» πολιτικά μεταξύ της Ελλάδας (Ελληνοκύπριοι) και της Τουρκίας (Τουρκοκύπριοι) μέσα σε κλίμα έντασης, έτσι ώστε η απευθείας συνεννόηση των δύο κοινοτήτων να είναι αδύνατη, λόγω της αμοιβαίας δυσπιστίας και της βαθιά ριζωμένης εχθρότητας. Οι δύο κοινότητες χρειάζονταν διαιτησία, την οποία βεβαίως προσέφερε η Μεγάλη Βρετανία. Η τελική λύση, δηλαδή η de facto διχοτόμηση του νησιού εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία διατηρεί μέχρι σήμερα μόνιμες στρατιωτικές βάσεις στην ευαίσθητη περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.

Ο ρόλος των ΗΠΑ

Γιατί η Ουάσιγκτον εφάρμοσε μια πολιτική ίσων αποστάσεων, εάν όχι υποστήριξης προς την Τουρκία, αγνοώντας πολλές φορές τα δίκαια του ελληνισμού στο Αιγαίο, την Κωνσταντινούπολη και την Κύπρο; Γιατί η αμερικανική εξωτερική πολιτική έχει καταγραφεί στη θυμικό των Ελλήνων ως «ανθελληνική»;

Μια πρώτη απάντηση είναι διότι οι ΗΠΑ, μετά το τέλος του Β’ ΠΠ και ιδιαίτερα μετά το 1947, όταν ενεργοποιήθηκε το Δόγμα Τρούμαν, ασκούσαν ρεαλιστική εξωτερική πολιτική με βάση τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα και πάντα με γνώμονα τον περιορισμό της επιρροής της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης (δόγμα της ανάσχεσης). Το Δόγμα Τρούμαν ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν (Πρόεδρος από τον Απρίλιο του 1945 έως τον Ιανουάριο του 1953), στις 12 Μαρτίου του 1947. Μεταξύ άλλων, ο Τρούμαν δήλωσε ότι «…οι ΗΠΑ θα υποστηρίξουν τους ελεύθερους λαούς, οι οποίοι αντιστέκονται σε κάθε ένοπλη μειονότητα ή εξωτερική προσπάθεια υποδούλωσής τους». Στο πλαίσιο αυτό, η Ουάσιγκτον υποστήριξε την οικονομική ανόρθωση της Δυτικής Ευρώπης (Σχέδιο Μάρσαλ) και εξασφάλισε την ασφάλειά της με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ.

Η Ουάσιγκτον έβλεπε και συνεχίζει να βλέπει τον γεωγραφικό χώρο που καλύπτουν η Ιταλία, η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ιράν (έως το 1979) ως μια συνέχεια, ως ένα συμπαγές ανάχωμα, το οποίο εμπόδιζε και πρέπει να συνεχίζει να εμποδίζει τη Μόσχα από το να επεκτείνει την επιρροή της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Κάθε ανεξάρτητη φωνή ή τάση εντός αυτού του χώρου ήταν για την Ουάσιγκτον ανεπιθύμητη. Και η Κύπρος ήταν μια ανεπιθύμητη φωνή ανεξαρτησίας στη νότια λεκάνη της Μεσογείου, τόσο κοντά στην εύθραυστη περιοχή της Μέσης Ανατολής και σχεδόν απέναντι από το Ισραήλ. Για την Ουάσιγκτον, το Λονδίνο και το Τελ Αβίβ, η Κύπρος ήταν και παραμένει η «ενδοχώρα» που λείπει από το Ισραήλ, ήταν και παραμένει το «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» που υποστηρίζει την κρατική οντότητα του Ισραήλ. Για την Ουάσιγκτον ήταν και είναι αδιάφορο ποια χώρα ελέγχει το Αιγαίο, το Βόσπορο και τα Δαρδανέλλια, αρκεί να τα ελέγχουν η Ελλάδα ή η Τουρκία. Για την Ουάσιγκτον ήταν και είναι αδιάφορο εάν η Τουρκία κατέχει το 37% ή το 100% της Κύπρου, αρκεί η Κύπρος να ελέγχεται είτε από την Ελλάδα είτε από την Τουρκία και η Μεγάλη Βρετανία να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο των βάσεών της. Για την Ουάσιγκτον είναι ζωτικής σημασίας οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας, Άγκυρας και Λευκωσίας να μην υπερβούν το όριο μιας θερμής κρίσης και να μην εξελιχθούν σε γενικευμένο πόλεμο, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην κατάρρευση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ.

Την περίοδο 1960-1974, η Ουάσιγκτον προσπαθούσε να διατηρήσει τις ισορροπίες που έπρεπε, προκειμένου Ελλάδα και Τουρκία να μην εμπλακούν στρατιωτικά και για κανένα λόγο, όσο σοβαρός και αν ήταν αυτός. Οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι, σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου, ο μόνος νικητής θα ήταν η Σοβιετική Ένωση. Γνώριζαν επίσης ότι η Ελλάδα, και λόγω του αμυντικού δόγματος που είχε υιοθετήσει, αλλά και λόγω του ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις της υπολείπονταν αριθμητικά των αντίστοιχων τουρκικών, δεν θα προχωρούσε σε προληπτικό στρατιωτικό πλήγμα κατά της Τουρκίας εκτός και εάν η Τουρκία προκαλούσε την Ελλάδα στο Αιγαίο ή στην Κύπρο, με την κατάληψη για παράδειγμα ενός νησιού.

Κλασσικό όσο και διαφωτιστικό παράδειγμα είναι τα γεγονότα στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Τον Ιούλιο του 1974, η κυβέρνηση Νίξον, ενώ βρισκόταν στη δίνη του σκανδάλου Γουότεργκεΐτ, έμαθε από την τουρκική κυβέρνηση για την επερχόμενη εισβολή στην Κύπρο. Μολονότι ο Κίσινγκερ δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει την εισβολή, όπως είχε πράξει λίγα χρόνια πριν και είχε εισακουστεί από τους Τούρκους (1964), δραστηριοποιήθηκε στον διπλωματικό τομέα και προσπάθησε να επιτύχει διπλωματική λύση στο πρόβλημα, έστω και προσωρινή. Όμως, η παραίτηση της κυβέρνησης Νίξον, στις 9 Αυγούστου του 1974, άλλαξε τα δεδομένα. Για τις ΗΠΑ, η τουρκική εισβολή ήταν πλέον δευτερευούσης σημασίας. Αυτό φαίνεται και από τις κοινές προσπάθειες που κατέβαλαν ο Πρόεδρος Φορντ και ο Κίσινγκερ να πείσουν το Κογκρέσο να αναστείλει το εμπάργκο όπλων που είχε επιβάλει στην Τουρκία ως συνεπεία της εισβολής στην Κύπρο. Ο Κίσινγκερ πίστευε ότι η πολιτική του εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία περιόριζε τις διπλωματικές επιλογές της Ουάσιγκτον, συνεπώς και την ικανότητά της να επηρεάσει τις εξελίξεις στην περιοχή. Μάλιστα, ο Κίσινγκερ εξέφρασε και τη δυσαρέσκειά του για την πολιτική επιρροή που είχαν οι Έλληνες ομογενείς στο Κογκρέσο!

Τα γεγονότα στην Κύπρο οδήγησαν σε αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ τόσο προς την Ελλάδα, όσο και προς την Τουρκία. Από το 1960, όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος, η Ουάσιγκτον ανησυχούσε για την πιθανότητα ενός γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου με αφορμή το Κυπριακό, διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε κατάρρευση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Πριν από την εισβολή του 1974, η πολιτική της Ουάσιγκτον ήταν να ενθαρρύνει τον διάλογο μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Μετά την εισβολή, η Ουάσιγκτον επεδίωξε και επιδιώκει την επίλυση του Κυπριακού Ζητήματος, μέσω του διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας, η οποία εκφράζει και τους Τουρκοκυπρίους. Σε κάθε περίπτωση, στόχος των ΗΠΑ είναι η ειρηνική διευθέτηση της υπόθεσης και η αποφυγή γενικευμένου πολέμου μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.

Το πρόβλημα της Κύπρου ξεκίνησε το 1959-1960 με τις Συμφωνίες Λονδίνου-Ζυρίχης, οι οποίες ανακήρυσσαν την Κύπρο ανεξάρτητο κράτος. Στόχος των συμφωνιών ήταν, θεωρητικά τουλάχιστον, η δημιουργία μιας βάσης συνεννόησης και ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Για να επιτευχθεί αυτό, οι δύο συμφωνίες προέβλεπαν ότι το 17% των Τουρκοκυπρίων θα έχει την ίδια πολιτική και κυβερνητική βαρύτητα με το 83% των Ελληνοκυπρίων. Όπως ήταν φυσικό, η ετεροβαρής φύση των Συμφωνιών δεν εξάλειψε την εχθρότητα και τη δυσπιστία μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Με πρόσχημα τα 13 σημεία για την αναθεώρηση του συντάγματος που πρότεινε ο Πρόεδρος και Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Μακάριος Γ’, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση και ουσιαστικά παρέλυσαν τον διοικητικό μηχανισμό του κράτους.

Το βαθύτερο αίτιο της «ψυχολογικής» διχοτόμησης μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων το 1963, που είχε ως αποτέλεσμα τις ενδοκοινοτικές συγκρούσεις του 1963-1964, ήταν η αδυναμία δημιουργίας κοινής εθνικής συνείδησης σε όλους τους κατοίκους της Κύπρου. Τότε, όπως και σήμερα, οι δύο κοινότητες χρησιμοποιούσαν, κατά το δοκούν και ανάλογα με την περίσταση, διαφορετικούς χαρακτηρισμούς αυτοπροσδιορισμού. Στο νότο ζουν Έλληνες, Ελληνοκύπριοι ή Κύπριοι; Και αντίστοιχα, στο βορρά, ζουν Τούρκοι, Τουρκοκύπριοι ή Κύπριοι; Αυτό είναι και το κεντρικό ζητούμενο στο Κυπριακό Ζήτημα.

Αν και η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος, εντούτοις οι Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης προέβλεπαν ότι η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν το δικαίωμα των εγγυητριών δυνάμεων, δηλαδή το δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης, εάν και εφόσον η συνταγματική τάξη του κράτους διασαλευόταν. Αυτό το δικαίωμα χρησιμοποίησε η Τουρκία, ως πρόσχημα, για να δικαιολογήσει την εισβολή του 1974. Θεώρησε δηλαδή ότι το πραξικόπημα του Νικόλαου Σαμψών κατά του Μακάριου Γ’ αποτελούσε ευθεία παραβίαση των Συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης εκ μέρους της Ελλάδας και έθετε σε κίνδυνο την κοινότητα των Τουρκοκυπρίων.

Η αυξημένη αντιπαλότητα της Ελλάδας και της Τουρκίας για το μέλλον της Κύπρου δεν πέρασε απαρατήρητη, ούτε θα μπορούσε άλλωστε, από την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τη θεώρηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής η Κύπρος αποτελούσε την πυριτιδαποθήκη στις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Υπενθυμίζουμε ότι λίγα χρόνια πριν, το 1955, η Τουρκία οργάνωσε το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Η Ουάσιγκτον ήταν βεβαία ότι μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή της Άγκυρας στην Κύπρο υπέρ των Τουρκοκυπρίων θα οδηγούσε σε στρατιωτική εμπλοκή της Αθήνας υπέρ των Ελληνοκυπρίων. Η μεγάλη απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από την Κύπρο και η έλλειψη μέσων στρατηγικών μεταφορών εκ μέρους της Ελλάδας άφηνε στην Αθήνα μία και μόνο στρατιωτική επιλογή: επίθεση στην Ανατολική Θράκη. Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε σε γενικευμένη σύγκρουση σε όλο το μήκος των ελληνοτουρκικών συνόρων (Έβρος, Αιγαίο) και στην Κύπρο. Και ένας πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση όλης της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, εξέλιξη που οι Αμερικανοί δεν ήθελαν και δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψουν.

Πρώτο μέλημα της Ουάσιγκτον ήταν να υπάρχει μια ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων στο νησί, έτσι ώστε να μην υπάρχει περίπτωση απόλυτης στρατιωτικής επικράτησης της μίας πάνω στην άλλη πλευρά. Για το λόγο αυτό, επενέβησαν άμεσα προς την Άγκυρα και απαίτησαν να μην εισβάλει η Τουρκία στην Κύπρο το 1964, στον απόηχο των ενδοκοινοτικών συγκρούσεων του 1963-1964. Στο ίδιο μήκος κύματος, τον Νοέμβριο του 1967, η Ουάσιγκτον απαίτησε από την Αθήνα και πέτυχε την απομάκρυνση της Μεραρχίας που είχε σταλεί στο νησί κατά παράβαση των Συνθηκών Λονδίνου-Ζυρίχης. Με 950 Έλληνες και 650 Τούρκους στρατιώτες στο νησί, Αθήνα και Άγκυρα γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να πετύχουν αποφασιστική νίκη σε περίπτωση πολέμου. Και στις δύο περιπτώσεις, οι Αμερικανοί κατάφεραν να επιβάλουν την ισορροπία δυνάμεων που ήθελαν στην Κύπρο. Με τη σειρά της, αυτή η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, λειτουργούσε ανασταλτικά για σκέψεις περί ολοκληρωτικού πολέμου και οριστικής επικράτησης. Όσο Ελλάδα και Τουρκία δεν πολεμούσαν για την Κύπρο, η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ διατηρούσε τη συνοχή της και η Ουάσιγκτον εξασφάλιζε τα συμφέροντά της στην περιοχή.

Παραδόξως, η πολιτική των ΗΠΑ στην Κύπρο εξασφάλιζε και τα σοβιετικά συμφέροντα! Η Μόσχα γνώριζε ότι δεν μπορούσε να θέσει στη σφαίρα επιρροής της την Ελλάδα και την Τουρκία. Δεν ήθελε όμως να γίνει η Κύπρος μια μεγάλη νατοϊκή βάση. Η ελληνοτουρκική διαμάχη για την Κύπρο εξασφάλιζε τουλάχιστον ότι η Κύπρος θα παρέμενε ανεξάρτητο κράτος μη ενταγμένο στον αμυντικό ή πολιτικό μηχανισμό του ΝΑΤΟ. Για να πετύχει τους στόχους της, η Μόσχα χρησιμοποιούσε ως μοχλό πίεσης προς τον Μακάριο Γ’ το ισχυρό εκλογικά και καλά οργανωμένο κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου (ΑΚΕΛ : Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού). Αν και η Μόσχα δεν προμήθευσε, τουλάχιστον όχι ευθέως, με όπλα τη Λευκωσία, εντούτοις υποστήριξε την πώληση τσεχοσλοβακικών όπλων στην Κύπρο. Επιπλέον, υποστήριζε διπλωματικά την Κύπρο στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών. Είναι αλήθεια ότι η Μόσχα εφάρμοσε μια πολύ προσεκτική πολιτική στην Κύπρο με πρωταρχικό στόχο να αποτρέψει τη μετατροπή της Μεγαλονήσου σε νατοϊκή βάση, αλλά χωρίς να έρθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Άλλωστε λίγα χρόνια πριν, η τραυματική εμπειρία από την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας είχε πείσει τη Μόσχα ότι η Ουάσιγκτον δεν επρόκειτο να θυσιάσει τα ζωτικά της συμφέροντα υπέρ καμίας τρίτης χώρας.

Το ερώτημα είναι γιατί η Ουάσιγκτον δεν αντέδρασε στην τουρκική εισβολή το 1974 όπως είχε αντιδράσει το 1964. Τι άλλαξε το 1974; Για τις ΗΠΑ, η Κύπρος ήταν ένα ενοχλητικό αγκάθι. Στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας μέχρι την εισβολή, Ελλάδα και Τουρκία είχαν συγκρουστεί ρητορικά πάμπολλες φορές για την Κύπρο. Κάθε φορά που Αθήνα και Άγκυρα ανέβαζαν τους τόνους για το Κυπριακό, η Ουάσιγκτον ανησυχούσε για τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, η Κύπρος ήταν μια δυσάρεστη εκκρεμότητα που έπρεπε να διευθετηθεί. Για τους Αμερικανούς, η τουρκική εισβολή έλυσε το πρόβλημα αποτελεσματικά, αφού πλέον η de facto διχοτόμηση του νησιού έχει επιφέρει την πολυπόθητη γαλήνη που χρειάζεται η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ.

Ο έλεγχος της περιοχής από τις ΗΠΑ θα ήταν ευκολότερος εάν η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία δεν είχαν ένα τόσο βεβαρημένο παρελθόν. Οι χώρες αυτές πολεμούν μεταξύ τους εδώ και 1.000 περίπου χρόνια, από την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων Τούρκων. Έλληνες, Τούρκοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι αντιπαθούν αλλήλους. Το μαθαίνουν από τους γονείς τους και το διδάσκονται στα σχολεία τους. Στην εθνική μας εορτή, στις 25 Μαρτίου κάθε χρόνο, εορτάζουμε την απελευθέρωσή μας από τον οθωμανικό ζυγό, ενώ οι Τούρκοι, στη δική τους εθνική εορτή, στις 31 Αυγούστου κάθε χρόνο, εορτάζουν την κατάληψη της Σμύρνης, που είχε ολέθριες συνέπειες για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό.

Η εχθρότητα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας και η απροθυμία τους να συνεννοηθούν σε στρατιωτικό επίπεδο, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, υπήρξε πάντα ένας πονοκέφαλος για την Ουάσιγκτον. Εκτός από την εχθρότητα μεταξύ των δύο χωρών, οι ΗΠΑ ανησυχούσαν και για την εσωτερική πολιτική κατάσταση τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Τουρκία. Κύριο μέλημα της Ουάσιγκτον ήταν ο περιορισμός της κομμουνιστικής επιρροής στις δύο κοινωνίες και η καλή κατάσταση των Ενόπλων Δυνάμεων των δύο χωρών. Για την Ουάσιγκτον ήταν αδιάφορο εάν το πολίτευμα της Ελλάδας ήταν βασιλευόμενη ή αβασίλευτη δημοκρατία ή δικτατορία. Ομοίως, ήταν αδιάφορο εάν οι τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις παρέμβαιναν κεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της χώρας τους. Για την Ουάσιγκτον σημασία είχε οι αριστερές δυνάμεις να μην έχουν λόγο στα πολιτικά πράγματα των δύο χωρών και οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ελλάδας και της Τουρκίας να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις συμμαχικές υποχρεώσεις τους. Για παράδειγμα, η ανησυχία των Αμερικανών όταν ξέσπασε το Κίνημα του Ναυτικού στις 22-23 Μαΐου του 1973 ήταν το κατά πόσο αυτή η εξέλιξη και όσα ακολούθησαν, δηλαδή η σύλληψη δεκάδων αξιωματικών, θα επηρέαζε την αμυντική ικανότητα της Ελλάδας. Λίγο τους ενδιέφερε εάν η δικτατορία θα επιζούσε καταπιέζοντας τον ελληνικό λαό ή αν το καθεστώς θα άλλαζε.

Σήμερα όμως, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ στις πρώην ανατολικές χώρες, πόσο σημαντικές είναι η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία για την Ουάσιγκτον και το ΝΑΤΟ; Υπάρχει λόγος για τις ΗΠΑ να σπαταλούν διπλωματική ενέργεια για την επίλυση του Κυπριακού; Έχει σημασία για την Ουάσιγκτον ποια χώρα ελέγχει τον εναέριο και θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου; Η απάντηση είναι ότι για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία παραμένουν χώρες-προπύργια και αναχώματα. Κάθε μια ξεχωριστά και όλες μαζί λειτουργούν ως φράγμα της οποιασδήποτε προσπάθειας της Μόσχας να διευρύνει την επιρροή της στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Επιπλέον, Ελλάδα και Τουρκία αποκτούν νέους ρόλους στο πλαίσιο του ενεργειακού πολέμου μεταξύ της Ρωσίας και των ΗΠΑ.

Από την εποχή του Τρωικού Πολέμου, περίπου 3.200 χρόνια πριν, ο έλεγχος της ευρύτερης περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, του Αιγαίου και της Μεσογείου ήταν σημαντικός για τον έλεγχο των εμπορικών οδών από και προς την Άπω Ανατολή. Ο γεωγραφικός χώρος που κατέχουν σήμερα η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία αποτελούσε πάντα στρατηγικό σταυροδρόμι, μήλον της έριδος για κάθε Μεγάλη Δύναμη ανά τους αιώνες. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης και η Βόρεια Ελλάδα αποτελούν το προπύργιο για τον έλεγχο των κεντρικών Βαλκανίων (Σκόπια, Κόσσοβο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη). Η Κρήτη και η Κύπρος αποτελούν τα δύο «αβύθιστα αεροπλανοφόρα», τα οποία υποστήριξαν τις αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράν το 1991 και το 2003 και συνεχίζουν να υποστηρίζουν την άμυνα του Ισραήλ. Οι αμερικανικές αεροπορικές βάσεις στη νοτιοανατολική Τουρκία υποστήριξαν την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή στη δεκαετία του ’90 και συνεχίζουν να την υποστηρίζουν και σήμερα.

Η αξία της Κρήτης για την προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής είναι τόσο μεγάλη, που η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας ή ενός τμήματος του ελληνισμού (π.χ. Κύπρος) έρχεται, για τους Αμερικανούς, σε δεύτερη μοίρα ή σε πρώτη, εάν και εφόσον η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα επηρεάσει την απρόσκοπτη και ομαλή χρήση της βάσης της Σούδας. Για παράδειγμα, η απόφαση του πρώτου μεταπολιτευτικού πρωθυπουργού της χώρας, του Κωνσταντίνου Καραμανλή, να αποσύρει την Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ θορύβησε την Ουάσιγκτον, όχι διότι, μια σύμμαχος χώρα, έστω και μικρή, εξέφραζε με αυτόν τον τρόπο τη δυσαρέσκειά της για την αμερικανική πολιτική, αλλά διότι μια τέτοια πράξη θα μπορούσε να στερήσει από τις ΗΠΑ τη βάση της Σούδας.

Οι Αμερικανοί γνώριζαν ότι η απόφαση για την απόσυρση της χώρας μας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, το 1974, δεν βασίστηκε σε επιχειρησιακά κριτήρια, αλλά σε ευκαιριακά. Πίστευαν δηλαδή ότι ο Καραμανλής επέλεξε την πολιτική αυτή με στόχο να κατευνάσει την οργή του ελληνικού λαού, ο οποίος χρέωνε στην Ουάσιγκτον την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Αλλά και ο Καραμανλής γνώριζε ότι η απόφασή του να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ θα έπρεπε σύντομα να ανακληθεί. Το δίλημμα για τον Καραμανλή ήταν το εξής: επανένταξη στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ με πολιτικό κόστος για τον ίδιο και τη Νέα Δημοκρατία ή συνέχιση της πολιτικής απόσυρσης με κίνδυνο να αποδυναμωθεί η αμυντική ικανότητα της χώρας σε μια περίοδο που η Τουρκία είχε θέσει θέμα για το καθεστώς του Αιγαίου;

Μολονότι η Ουάσιγκτον αντιλήφθηκε άμεσα το βεβιασμένο της απόφασης του Καραμανλή, εντούτοις θορυβήθηκε για δύο κυρίως λόγους. Αφενός για την επιχειρησιακή συνοχή της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ και αφετέρου για το μέλλον των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα και ιδιαίτερα της βάσης επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη. Η βάση επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη είχε κορυφαία στρατηγική αξία για τις επικοινωνίες των Αμερικανών στην Ανατολική Μεσόγειο και για τον έλεγχο του εναέριου χώρου Ελλάδας και Τουρκίας. Αυτό φάνηκε και τον Μάρτη του 1987, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να κλείσει τη βάση, κάτι που θορύβησε τους Αμερικανούς και τους έπεισε να παρέμβουν στην Άγκυρα υπέρ της Ελλάδος για να αποσοβηθεί ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος. Το 1974 όμως, οι Αμερικανοί είχαν άλλον ένα λόγο να ανησυχούν. Από το 1957, οι Αμερικανοί είχαν προμηθεύσει τον τουρκικό στρατό με συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, με τα οποία έλεγχαν τον τουρκικό εναέριο χώρο. Μάλιστα, ορισμένα κανάλια επικοινωνιών περνούσαν, για λόγους ασφαλείας, από τη βάση της Νέας Μάκρης. Σχεδόν 18 χρόνια αργότερα, ο εξοπλισμός αυτός ήταν πλέον παρωχημένος και έχρηζε αντικατάστασης, κάτι που δεν είχε γίνει μέχρι το 1974. Εάν η Ελλάδα αποφάσιζε να σταματήσει και τη λειτουργία των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα, η ικανότητα των Αμερικανών να ελέγχουν τον ευρύτερο εναέριο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου θα δεχόταν σημαντικό πλήγμα. Γι’ αυτό και η Ουάσιγκτον θορυβήθηκε από την απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Η Ουάσιγκτον θεώρησε ότι απόφαση της Ελλάδας να αποσυρθεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ δημιουργεί μεν προβλήματα, ιδιαίτερα στην απρόσκοπτη χρήση των στρατιωτικών βάσεων που βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, αλλά εκτίμησε, ορθά, ότι η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν βεβιασμένη και ότι σύντομα η Ελλάδα θα αναγκαστεί να επιστρέψει στους κόλπους της συμμαχίας. Τελικά, οι Αμερικανοί εκτίμησαν σωστά τα γεγονότα και τις καταστάσεις και, εν τέλει, διασφάλισαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντά τους. Πιο συγκεκριμένα, εκτίμησαν ότι η Ελλάδα έλαβε την απόφαση να αποσυρθεί έχοντας υπόψη το γαλλικό προηγούμενο του 1966, όταν ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Σαρλ Ντε Γκολ, είχε λάβει παρόμοια απόφαση. Πίστευαν ωστόσο ότι η Αθήνα θα αναγκαστεί, αργά ή γρήγορα, να επιστρέψει στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ για τέσσερις λόγους: ανυπαρξία πυρηνικού οπλοστασίου, πλήρης απουσία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, αδυναμία αυτόνομης στρατιωτικής δράσης και εχθρικό γεωστρατηγικό περιβάλλον. Και σε αυτή την περίπτωση οι αμερικανικές εκτιμήσεις ήταν σωστές. Έτσι τον Οκτώβριο του 1980, η Ελλάδα τελικά επανήλθε στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας!

Οι ΗΠΑ θεωρούν την Ελλάδα και την Τουρκία ως τα μάτια και τα αυτιά του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο. Ας μην ξεχνάμε τη βάση των ιπτάμενων ραντάρ Ε-3 στο Άκτιο, το βεληνεκές των οποίων εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Καύκασο και τη Βόρεια Αφρική. Όσο η Ουάσιγκτον θεωρεί την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου ως μια περιοχή στρατηγικής σημασίας για τα συμφέροντά της, τόσο Ελλάδα, Κύπρος και Τουρκία θα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προάσπιση των συμφερόντων αυτών. Και όσο αυτά τα κράτη θα είναι σημαντικοί παράγοντες για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, τόσο η Ουάσιγκτον θα καταναλώνει διπλωματική ενέργεια για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Ο έλεγχος της Ελλάδας και της Τουρκίας προσφέρει στις ΗΠΑ πολλαπλά οφέλη και ευκαιρίες. Πρώτα απ’ όλα τους εξασφαλίζει την πρόσβαση στα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής, της Κασπίας Θάλασσας και του Αιγαίου. Δεύτερον, παρέχει στον 6οΣτόλο, αλλά και στα εμπορικά πλοία αμερικανικών και συμμαχικών συμφερόντων, ασφαλείς λιμενικές εγκαταστάσεις, υπηρεσίες και αγκυροβόλια. Τρίτον, επιτρέπει τον έλεγχο της βαλκανικής ενδοχώρας λόγω της ασφάλειας που παρέχει η βόρεια Ελλάδα και το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Είναι λοιπόν προφανές ότι τα αμερικανικά συμφέροντα θα πληγούν σε μεγάλο βαθμό εάν ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Παρά τις όποιες αντιπαραθέσεις εδώ και 85 χρόνια, δηλαδή από τη Συνθήκη της Λωζάννης και μετά, Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν εμπλακεί σε πολεμική σύρραξη, ιδιαιτέρα μετά το 1947, όταν οι ΗΠΑ, με το Δόγμα Τρούμαν, κατέστησαν σαφές στη Μόσχα ότι θεωρούν την Ελλάδα και την Τουρκία χώρες της δικής τους επιρροής.

Μόνιμος και διαχρονικός στόχος των ΗΠΑ στην περιοχή μας είναι να διατηρήσουν την επιρροή τους και τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Για το λόγο αυτό, η Ουάσιγκτον φροντίζει επιμελώς να μην διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή σε βαθμό τέτοιο ώστε να αυξηθεί η πολιτική επιρροή της Μόσχας, εξέλιξη που θα προσέδιδε στη Ρωσία αυξημένη γεωστρατηγική ισχύ. Φροντίζει επίσης να διατηρεί υπό τον έλεγχό της τις ευρωπαϊκές ακτές της Μεσογείου (σήμερα Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Κροατία, Αλβανία, Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ). Ο έλεγχος της Μεσογείου και ιδιαίτερα ο έλεγχος της περιοχής που κατέχουν η Ελλάδα και η Τουρκία επιτρέπουν στην Ουάσιγκτον να διατηρεί μόνιμη και ισχυρή αεροναυτική παρουσία στην περιοχή (Νάπολι, Άκτιο, Σούδα, Ιντσιρλίκ). Η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην περιοχή μας έχει διπλό ρόλο. Πρώτον, εξασφαλίζει τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής (διαχρονικός στόχος των ΗΠΑ) και δεύτερον, προσφέρει στο Ισραήλ την απαραίτητη ψυχολογική και στρατιωτική στήριξη που χρειάζεται για να συνεχίσει να υπάρχει.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου